Διαβάζεται σε 15′

Ο πόλεμος του Βιετνάμ

Ο πόλεμος του Βιετνάμ:

Το κίνημα υπέρ της ειρήνης στις ΗΠΑ

Ο πόλεμος στο Βιετνάμ σημάδεψε δύο δεκαετίες, ταπείνωσε δύο μεγάλες παγκόσμιας
εμβέλειας υπερδυνάμεις, γκρέμισε τον μύθο του αήττητου των ΗΠΑ, κυρίως όμως ξεσήκωσε την
αμερικανική –και όχι μόνο– νεολαία. Το κίνημα ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ σάρωσε στο
πέρασμά του παραδόσεις και στερεότυπα της μεταπολεμικής Αμερικής, καταφέρνοντας να
νικήσει, όχι μόνο επειδή έπαιξε καταλυτικό ρόλο στη λήξη του πολέμου, αλλά κυρίως γιατί
απέδειξε πως πραγματικός ρυθμιστής της ιστορίας είναι ο ίδιος ο κόσμος, όταν βέβαια το
θελήσει.

ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

Ανεξαρτησία από την Ιαπωνία
Ο πόλεμος του Βιετνάμ ήταν ένα ακόμη επεισόδιο στην ιστορία της πολύπαθης Ινδοκίνας
μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν η πρώην γαλλική αποικία, που είχε καταληφθεί
από την Ιαπωνία, απαίτησε την ανεξαρτησία της. Με ηγέτη τον Χο Τσι Μινχ (1), οι Βιετμίνχ –ο
αντάρτικος απελευθερωτικός στρατός του Βιετνάμ– εκδίωξαν τους Ιάπωνες κατακτητές,
δημοσιοποιώντας παράλληλα τη Διακήρυξη Ανεξαρτησίας του Βιετνάμ, στις 2 Σεπτεμβρίου
1945. Ωστόσο, οι μεταπολεμικές ισορροπίες ισχύος στον Ειρηνικό Ωκεανό δεν επέτρεπαν στις
μεγάλες δυνάμεις της Δύσης, σύμφωνα με την ψυχροπολεμική λογική, να αφήσουν μια νέα
κομμουνιστική νησίδα να «μολύνει» γειτονικές χώρες.

Ο θρίαμβος του Ντιέν Μπιέν Φου και το άστρο του Χο
Η Γαλλία απέστειλε στρατεύματα για να ανακαταλάβει την παλαιά της αποικία και ξεκίνησε
νέο πόλεμο απέναντι στους Βιετμίνχ του Χο Τσι Μινχ τον Νοέμβριο του 1946, βομβαρδίζοντας
το λιμάνι Χαϊπόνγκ. Κατά τη διάρκεια του οκταετούς πολέμου περισσότεροι από δύο
εκατομμύρια Βιετναμέζοι λιμοκτόνησαν, συνέπεια της τακτικής των Γάλλων να κρύψουν σε
αποθήκες και στη συνέχεια να καταστρέψουν τις σοδειές ρυζιού. Ηταν το ύστατο μέσο τους για
να επικρατήσουν σε έναν εξαρχής χαμένο πόλεμο, που έληξε το 1954 με πανηγυρικό, για τους
Βιετμίνχ, τρόπο, στη μάχη του Ντιέν Μπιέν Φου. Με τη Διακήρυξη της Γενεύης (21 Ιουλίου
1954), συμφωνήθηκε η προσωρινή διαίρεση της χώρας σε βόρειο και νότιο τμήμα, με σύνορο
τον 17ο παράλληλο. Επίσης, δρομολογήθηκε η υποχώρηση των Γάλλων στο Νότιο Βιετνάμ και
η διενέργεια εκλογών, μετά από δύο χρόνια, σε ολόκληρη τη χώρα για τον σχηματισμό
πανεθνικής κυβέρνησης.

Έναρξη του πολέμου
Στη συνέχεια και με τη στήριξη των Η.Π.Α., στο Νότιο Βιετνάμ ανακηρύχτηκε
πρωθυπουργός ο μέχρι πρότινος κάτοικος Νιου Τζέρσεϋ, Νγκο Ντινχ Ντιέμ. Ο Ντιέμ
κωλυσιεργούσε σε κάθε απόπειρα πραγματοποίησης των συμφωνημένων εκλογών, γεγονός
στο οποίο οφείλεται η έναρξη του εμφύλιου πολέμου μεταξύ του στρατού του και των Βιετκόνγκ,
των κομμουνιστών ανταρτών του Νότου, που ενισχύονταν από την κομμουνιστική κυβέρνηση
του Βορρά. Οι ΗΠΑ, από τη μεριά τους, ενίσχυσαν σταδιακά με εκατοντάδες χιλιάδες
στρατιώτες το φιλικό τους καθεστώς.
Με αφορμή την επίθεση τριών βορειοβιετναμικών τορπιλακάτων εναντίον αμερικανικού
αντιτορπιλικού στον Κόλπο του Τονκίνου –μια ενέργεια που θα χαρακτηριζόταν μάλλον
αμυντική, αφού το αμερικανικό πλοίο έπλεε σε εχθρικά ύδατα– ξεκίνησε η κλιμάκωση των
εχθροπραξιών μεταξύ των δύο στρατοπέδων, το καλοκαίρι του 1964.

Επέκταση βομβαρδισμών
Ο Βορράς δεχόταν οικονομική και στρατιωτική υποστήριξη από τη Σοβιετική Ένωση αλλά
και από την Κίνα. Ο πόλεμος ήταν σκληρός, οι Βιετκόνγκ όμως είχαν το πλεονέκτημα ότι
γνώριζαν καλά τις τοπικές ιδιομορφίες των πεδίων της μάχης, ενώ ήταν απόλυτα
προσαρμοσμένοι στο τροπικό κλίμα. Επίσης, δεν πρέπει να υποτιμηθεί το ηθικό πλεονέκτημα

που είχαν οι αντάρτες, μιας και υπερασπίζονταν την πατρίδα τους. Από την άλλη μεριά, οι ΗΠΑ
μπορεί να διέθεταν υπερσύχρονα όπλα, όντας όμως ξένοι σε εχθρικό περιβάλλον αδυνατούσαν
να εκμεταλλευθούν πλήρως την ισχύ τους.
Το 1965, οι Αμερικανοί βομβάρδισαν το Βόρειο Βιετνάμ. Ήταν το έναυσμα για την απαρχή
του αντιπολεμικού κινήματος. Έως τότε, η κοινή γνώμη των ΗΠΑ είχε συνταχθεί σχεδόν
απόλυτα με τις κυβερνητικές αποφάσεις και την πολεμική προπαγάνδα. Από εκείνο το σημείο
και έπειτα, οι αντιπολεμικές εκδηλώσεις πλήθαιναν, ώσπου μετατράπηκαν στο αντιπολεμικό
κίνημα που γνωρίζουμε.

Η επίθεση του Τετ
Η επίθεση των Βιετκόνγκ το 1968 στη διάρκεια του Τετ (2) άλλαξε τη ροή του πολέμου. Αν
και αποτυχημένη επιχειρησιακά, αυτή η πρώτη μεγάλης κλίμακας επίθεση απέδειξε στην υφήλιο
και στους εμβρόντητους Αμερικανούς πολίτες την προπαγάνδα των συστημικών μέσων
ενημέρωσης. Οι αντάρτες έδειχναν ενισχυμένοι αντί αποδεκατισμένοι, ενώ η αποδοχή τους από
τους Νοτιοβιετναμέζους κατέρριψε τον μύθο του διαιρεμένου έθνους. Με τη βοήθεια του
αντιπολεμικού κινήματος, που είχε πια ισχυροποιηθεί ξεφεύγοντας από την πρότερη
περιθωριοποίησή του και αγγίζοντας ευρύτερα κοινωνικά στρώματα, η κοινή γνώμη άρχισε να
αντιστρέφεται.

Εισβολή στην Καμπότζη – Μι Λάι
Η εισβολή στην Καμπότζη, στα τέλη του Απριλίου 1970 από την κυβέρνηση Νίξον, και η
δημοσιοποίηση της σφαγής περίπου 500 χωρικών στο χωριό Μι Λάι (3), ήταν οι σταγόνες που
ξεχείλισαν το ποτήρι. Οι φοιτητές μπήκαν στο κίνημα με άγριες διαθέσεις, ενώ ολόκληρη η
αμερικανική νεολαία αισθανόταν προδομένη από τον Νίξον, ο οποίος, αντί να τερματίσει τον
πόλεμο, όπως υποσχόταν προεκλογικά, φαινόταν να τον κλιμακώνει. Το αντιπολεμικό κίνημα
γιγαντώθηκε και ήταν ο καταλύτης της σταδιακής αποχώρησης των αμερικανικών
στρατευμάτων, η οποία ξεκίνησε το 1973 και ολοκληρώθηκε στις 30 Απριλίου του 1975, όταν οι
αντάρτες μπήκαν θριαμβευτές στη Σαϊγκόν. Στις 2 Ιουλίου του 1976 ανακηρύχθηκε η ίδρυση της
Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας του Βιετνάμ με την επανένωση των δύο τμημάτων της χώρας.

ΤΟ ΑΝΤΙΠΟΛΕΜΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ
Στη διάρκεια του πολυετούς πολέμου γεννήθηκε και έδρασε ένα μεγαλειώδες αντιπολεμικό
κίνημα. Η αρχή του συνέπεσε με το τέλος του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα. Άλλωστε, οι
δύο αυτές αγωνιστικές πλευρές της αμερικανικής ιστορίας θεωρούνται βασικές παράμετροι του
λεγόμενου «movement», του ενιαίου κύματος αμφισβήτησης στις ΗΠΑ κατά τις δεκαετίες 1950,
1960 και 1970. Οι ακτιβιστές της δεκαετίας του 1950, οι μαύροι, οι φοιτητές, οι φιλελεύθεροι
διανοούμενοι, αποτέλεσαν την πρώτη μαγιά αγωνιστών ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ. Στη
συνέχεια εισχώρησε στο αντιπολεμικό κίνημα και μια νέα γενιά, πιο πολιτικοποιημένη και
σίγουρα διαφορετική, επηρεασμένη από γεγονότα όπως το Καλοκαίρι της Ελευθερίας (Freedom
Summer) του 1964 στο Μισισίπι. Ήταν η γενιά του κινήματος για την ελευθερία του λόγου (Free
Speech Movement), που γεννήθηκε στο Πανεπιστήμιο Μπέρκλεϋ της Καλιφόρνιας, απαιτώντας
τον εκδημοκρατισμό των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, με την οργάνωση και τη συμμετοχή και των
ίδιων των φοιτητών στη διεύθυνση των σχολών. Ήταν η γενιά της ψυχεδέλειας και των χίπις.
Επιπλέον, ας μην μας διαφεύγει το γεγονός ότι η δεκαετία του 1960 ήταν μια
υπερφορτισμένη πολιτικά περίοδος. Εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα ξεσπούσαν σε όλο τον
κόσμο, την ίδια στιγμή που οι μαρξιστικές ιδέες, αναθεωρημένες κυρίως μέσα από το πρίσμα
της κινεζικής επανάστασης, γνώριζαν μια δεύτερη άνθηση, τόσο στις βιομηχανικές κοινωνίες της
Δύσης όσο –με διαφορετικό φυσικά περιεχόμενο– και στις ανερχόμενες κοινωνίες της
περιφέρειας. Οι θεωρίες του Αλτουσέρ και του Σαρτρ, η Σχολή της Φρανκφούρτης στην
ψυχολογία, οι ιδέες της κινεζικής Πολιτιστικής Επανάστασης και φυσικά ο γαλλικός Μάης του
68, αποτέλεσαν το πολιτικο-ιδεολογικό υπόβαθρο του αντιπολεμικού κινήματος για το Βιετνάμ.
Η αμερικανική κοινή σημείωσε σταδιακά αξιοσημείωτη μεταστροφή στην υποστήριξή της στον
πόλεμο. Τον Αύγουστο του 1965, η αμερικανική κοινωνία αποδεχόταν τον πόλεμο σε ποσοστό
61%. Ίδιο ακριβώς ήταν το ποσοστό της κοινής γνώμης που διαφωνούσε με τον πόλεμο το
1971. Η τεράστια αλλαγή στις διαθέσεις των αμερικανών οφειλόταν κυρίως στη δημοσιοποίηση
των φρικαλεοτήτων του πολέμου αλλά και στην δυσμενή τροπή που έπαιρναν οι εχθροπραξίες,
πολλαπλασιάζοντας τα φέρετρα με αμερικανούς νεκρούς. Την ίδια στιγμή, οι φτωχότεροι
εργαζόμενοι, απόφοιτοι υποχρεωτικής εκπαίδευσης, τάσσονταν σταθερά πολύ πιο εχθρικά
διατεθειμένοι στον πόλεμο από τους αμερικανούς πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, παρά τις
προσπάθειες των ΜΜΕ να αποδείξουν το αντίθετο. Σύμφωνα με δημοσκόπηση του 1970, το
41% των πολιτών πανεπιστημιακής εκπαίδευσης ζητούσε την αποχώρηση του αμερικανικού

στρατού από το Βιετνάμ, ενώ στους λιγότερο μορφωμένους πολίτες το αντίστοιχο ποσοστό
ήταν 67%.

Αλληλεγγύη των θυμάτων φυλετικών διακρίσεων στους Βιετκόνγκ
Οι μαύροι ήταν οι πρώτοι που δεν πίστεψαν τις εξαγγελίες της κυβέρνησης περί δήθεν
απελευθερωτικού πολέμου. Το αίσθημα της αλληλεγγύης τους απέναντι στους Βιετναμέζους
ήταν δεδομένο, ακριβώς επειδή ένιωθαν ‘στο πετσί τους’ την καταπίεση και τον υποβιβασμό σε
πολίτες β’ κατηγορίας. Χαρακτηριστικό είναι το περιστατικό που συνέβη στις αρχές Αυγούστου
του 1964, στη Φιλαδέλφεια του Μισισίπι, κατά τη διάρκεια ενός μνημόσυνου τριών ακτιβιστών
των πολιτικών δικαιωμάτων. Ο βασικός ομιλητής, αφού κατήγγειλε τη χρήση βίας κατά του λαού
του Βιετνάμ, τη συνέκρινε με την κατασταλτική στάση του κράτους απέναντι στους
Αφροαμερικανούς.
Τέτοια περιστατικά συνέβαιναν ολοένα και συχνότερα. Στις αρχές του 1966, ο υπουργός
Άμυνας Ρόμπερτ ΜακΝαμάρα επισκέφθηκε στο Μισισίπι τον γερουσιαστή Τζον Στένις, γνωστό
υπέρμαχο του καθεστώτος των φυλετικών διακρίσεων. Οι ακτιβιστές του κινήματος για τα
πολιτικά δικαιώματα τον υποδέχθηκαν κρατώντας πλακάτ που έγραφαν: «Στη μνήμη των
καμένων παιδιών του Βιετνάμ». Αλλά και η Συντονιστική Φοιτητική Επιτροπή Μη Βίας (4), όταν
στην κοινή γνώμη των Αμερικανών επικρατούσε ακόμα ο πατριωτικός φανατισμός και η λογική
του απολύτως δικαιολογημένου πολέμου, σε ανακοίνωσή της τόνισε πως «οι Ηνωμένες
Πολιτείες ακολουθούν μια επιθετική πολιτική που παραβιάζει το διεθνές δίκαιο».
Η πιο λαμπρή φυσιογνωμία του αγώνα ενάντια στις φυλετικές διακρίσεις, ο Μάρτιν Λούθερ
Κινγκ, κατά τη διάρκεια ομιλίας του στην εκκλησία του Ρίβερσαϊντ της Νέας Υόρκης, το 1967,
εκφώνησε έναν πύρινο αντιπολεμικό λόγο όπου ανάμεσα στα άλλα είπε: «Αυτή η
παραφροσύνη πρέπει να σταματήσει. Πρέπει να σταματήσουμε τώρα. Μιλάω ως παιδί του
Θεού και αδελφός εκείνων που υποφέρουν στο Βιετνάμ. Μιλάω με τη φωνή των φτωχών της
Αμερικής που πληρώνουν διπλό τίμημα: προδομένες ελπίδες στις ΗΠΑ, θάνατος και διαφθορά
στο Βιετνάμ. […] Η πρωτοβουλία για τον πόλεμο αυτό ήταν δική μας. Δική μας θα πρέπει να
είναι και η πρωτοβουλία για τον τερματισμό του» (5).
Αλλά και ο διάσημος πυγμάχος και παγκόσμιος πρωταθλητής βαρέων βαρών Μοχάμεντ
Αλι, αρνήθηκε να καταταγεί στον πόλεμο του Βιετνάμ το 1967, χαρακτηρίζοντάς τον «πόλεμο
των λευκών». Το αμερικανικό κράτος του αφαίρεσε τον τίτλο του πρωταθλητή και τον απέκλεισε
για τέσσερα χρόνια από κάθε αθλητική δραστηριότητα.

Μαζικές αρνήσεις στράτευσης
Ο αριθμός των αρνητών στράτευσης αυξανόταν με ρυθμούς γεωμετρικής προόδου, παρόλο
που όλοι όσοι αρνούντο να καταταγούν έρχονταν αντιμέτωποι με το γράμμα του νόμου αλλά και
με την προκατάληψη της κοινωνίας, στα πρώτα τουλάχιστον χρόνια του πολέμου. Έτσι, ενώ το
1968 σε όλη τη χώρα 2.205 αρνητές παραπέμφθηκαν σε δίκες, το 1969 ο αντίστοιχος αριθμός
εκτοξεύθηκε στους 33.960. Την 1η Μαΐου 1968, ο απόφοιτος Ιστορίας του Πανεπιστημίου της
Βοστώνης, Φίλιπ Σαπένα, έγραψε την ακόλουθη επιστολή προς το γραφείο στρατολόγησης της
Τουσόν, στην Αριζόνα: «Εσωκλείω τη διαταγή με την οποία πρέπει να παρουσιαστώ για την
προκαταρκτική ιατρική εξέταση πριν από την κατάταξή μου στις Ένοπλες Δυνάμεις. Δεν έχω
καμία πρόθεση να κάνω αυτή την εξέταση ούτε να παρακολουθήσω το πρόγραμμα
προετοιμασίας ούτε να συνεισφέρω με οποιονδήποτε τρόπο στις αμερικανικές πολεμικές
επιχειρήσεις εναντίον του λαού του Βιετνάμ…» (6). Ο Σαπένα δικάστηκε και καταδικάστηκε σε
φυλάκιση τεσσάρων ετών.
Οι ανυπότακτοι Αμερικανοί κρύβονταν προκειμένου να μην περάσουν από δίκη. Ένα
ολόκληρο κίνημα φρόντιζε για τη νομική τους κάλυψη, τη φυγάδευσή τους και τη δημοσιοποίηση
των υποθέσεων με τρόπο που ενίσχυε τις φωνές αμφισβήτησης στο εσωτερικό των ΗΠΑ. Το
στρατολογικό γραφείο του Όκλαντ, το οποίο δεχόταν στρατεύσιμους από ολόκληρη τη βόρεια
Καλιφόρνια, ανέφερε τον Μάιο του 1969 ότι από τους 4.400 που κλήθηκαν οι 2.400 δεν
εμφανίστηκαν. Το πρώτο τρίμηνο του 1970, το σύστημα στρατολόγησης απέτυχε, για πρώτη
φορά, να στρατολογήσει τον απαιτούμενο αριθμό στρατευσίμων, κάτι που συνεχίστηκε
αδιάλειπτα μέχρι το τέλος του πολέμου.

Λιποτάκτες ενός άδικου πολέμου
Δεν ήταν λίγοι όμως και όσοι, παρότι στρατολογήθηκαν, βλέποντας από κοντά τις σφαγές
αμάχων και τον εκμηδενισμό της ανθρώπινης ζωής, αρνήθηκαν να συνεχίσουν να πολεμούν.
Τον Ιούνιο του 1965, ο Ρίτσαρντ Στάινκε, απόφοιτος της Στρατιωτικής Σχολής Ουέστ Πόιντ,
αρνήθηκε να επιβιβαστεί σε αεροπλάνο που θα τον μετέφερε σε απομακρυσμένο χωριό του

Βιετνάμ. Στις αρχές του 1967, ο λοχαγός Χάουαρντ Λέβι, στρατιωτικός γιατρός στο στρατόπεδο
Τζάκσον της Νότιας Καρολίνας, αρνήθηκε να εκπαιδεύσει αλεξιπτωτιστές που υπηρέτησαν στο
Βιετνάμ, λέγοντας ότι δεν εκπαιδεύει δολοφόνους και βιαστές. Φυσικά όσοι υπηρετούσαν στον
στρατό και αρνούντο να συμμετάσχουν σε επιχειρήσεις, συλλαμβάνονταν και περνούσαν από
στρατοδικείο.
Τα περιστατικά λιποταξίας πολλαπλασιάζονταν. Η υπολοχαγός Σούζαν Σναλ συμμετείχε σε
αντιπολεμικό συλλαλητήριο με τη στολή της, ενώ μοίρασε και αντιπολεμικά φυλλάδια σε
εγκαταστάσεις του ναυτικού, κάτι που της κόστισε τέσσερα χρόνια φυλάκιση. Επίσης, δύο
μαύροι πεζοναύτες, οι Τζωρτζ Ντάνιελς και Γουίλιαμ Χάρβεϊ, τιμωρήθηκαν επειδή έδωσαν
αντιπολεμικά φυλλάδια σε όλη τη μονάδα.
Το πιο εντυπωσιακό περιστατικό λιποταξίας συνέβη εν πλω, όταν δύο Αμερικανοί ναύτες
κατέλαβαν αμερικανικό πολεμικό πλοίο που μετέφερε πολεμοφόδια στην Ταϊλάνδη, με σκοπό
να παρεμποδίσουν την παράδοση βομβών. Επί τέσσερις ημέρες είχαν τον έλεγχο του πλοίου
και του πληρώματος, λαμβάνοντας χάπια αμφεταμίνης για να μείνουν ξύπνιοι. Τελικά τα
κατάφεραν, αφού μπήκαν στα χωρικά ύδατα της Καμπότζης.
Υπολογίζεται ότι περίπου πενήντα με εκατό χιλιάδες λιποτάκτες κατέφυγαν στην Ευρώπη
και στον Καναδά. Η λιποταξία στον πόλεμο του Βιετνάμ ξεπέρασε κάθε προηγούμενο, απέκτησε
μαζικό χαρακτήρα και είχε τεράστια κοινωνική στήριξη, σε αντίθεση με οποιονδήποτε άλλον
πόλεμο στην παγκόσμια ιστορία.

Βετεράνοι του πολέμου στο κίνημα
Βετεράνοι του Βιετνάμ, που επέστρεψαν από το μέτωπο είτε μετά τη λήξη της θητείας τους
είτε μετά από σοβαρό τραυματισμό, ίδρυσαν την οργάνωση Βετεράνοι του Βιετνάμ κατά του
Πολέμου. Τον Δεκέμβριο του 1970, μέλη της οργάνωσης κατέθεσαν δημόσια σε μια
ενημερωτική εκδήλωση που ονομάστηκε «Winter Soldier Investigation», αναφορικά με τα
εγκλήματα πολέμου σε βάρος αμάχων από Αμερικανούς στρατιώτες. Τον Απρίλιο του 1971,
περισσότερα από 1.000 μέλη της οργάνωσης συμμετείχαν σε μια αντιπολεμική διαδήλωση στην
Ουάσιγκτον. Εκεί, ο ένας μετά τον άλλον, πλησίαζαν στον συρμάτινο φράχτη που είχε στηθεί
μπροστά από το Καπιτώλιο, πετούσαν τα μετάλλια που τους είχαν απονεμηθεί στον πόλεμο και
έλεγαν λίγα λόγια για τις φρικιαστικές εμπειρίες που είχαν ζήσει. Ένας εκ των βετεράνων ήταν
και ο νυν υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Τζον Κέρι.

Ο πιο γνωστός βετεράνος είναι ίσως ο Ρον Κόβικ, καθώς η ιστορία του περιγράφεται στο
αυτοβιογραφικό βιβλίο του, που αργότερα έγινε και ταινία, «Γεννημένος την 4η Ιουλίου». Ο
Κόβικ κατατάχθηκε σε ηλικία μόλις 17 ετών, το 1963. Στα πεδία των μαχών μια οβίδα του
διέλυσε τη σπονδυλική στήλη, καθηλώνοντάς τον σε αναπηρική καρέκλα για το υπόλοιπο της
ζωής του. Επιστρέφοντας στην πατρίδα εξεπλάγη με τη συμπεριφορά του κράτους απέναντι σε
αυτόν άλλα και σε άλλους ακρωτηριασμένους βετεράνους. Μια μέρα έτυχε να ακούσει τον
ηθοποιό Ντόναλντ Σάδερλαντ να διαβάζει αποσπάσματα από το βιβλίο του Ντάλτον Τράμπο
«Ο Τζόνι πήρε τ’ όπλο του», ένα αντιπολεμικό βιβλίο που πραγματεύεται την ιστορία ενός
στρατιώτη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο οποίος έχασε πρόσωπο και άκρα στο πεδίο της
μάχης και επινόησε έναν τρόπο επικοινωνίας με το περιβάλλον του. Αυτό που του συνέβη το
περιγράφει ο ίδιος: «Ο Σάδερλαντ άρχισε να διαβάζει το απόσπασμα και με κυρίευσε ένα
συναίσθημα που δεν θα ξεχάσω ποτέ. Είναι σαν να μιλούσε κάποιος για όλα όσα είχα υπομείνει
στο νοσοκομείο… Αρχισα να τρέμω και θυμάμαι ότι τα μάτια μου είχαν γεμίσει δάκρυα» (7). Ο
Κόβικ έγινε μέλος των Βετεράνων του Βιετνάμ κατά του Πολέμου και συμμετείχε σε
αντιπολεμικές δράσεις.

Αντιπολεμικά στέκια και αντιπολεμικές εφημερίδες για στρατιώτες
Δίπλα στα στρατόπεδα των ΗΠΑ μια νέα μόδα είχε κάνει την εμφάνισή της: αντιπολεμικά
στέκια για φαντάρους, τα οποία ξεφύτρωναν παντού. Η αρχή έγινε με μια καφετέρια απέναντι
από το στρατόπεδο Τζάκσον, την «UFO». Εκεί, οι στρατιώτες διάβαζαν αντιπολεμικά κείμενα,
έρχονταν σε επαφή με πολίτες και συζητούσαν πολιτικά. Το εν λόγω καφέ έκλεισε τελικά μετά
από αντιδράσεις, άνοιξαν όμως πολλά άλλα. Λειτούργησαν μέχρι και αντιπολεμικά βιβλιοπωλεία
δίπλα στο στρατόπεδο Ντέβενς της Μασαχουσέτης και στη ναυτική βάση Νιούπορτ του Ροντ
Άϊλαντ.
Παράλληλα, έκαναν την εμφάνισή τους παράνομες αντιπολεμικές εφημερίδες στις οποίες
έγραφαν στρατιώτες. Υπολογίζεται ότι το 1970 εκδίδονταν περισσότερες από πενήντα τέτοιες
εφημερίδες, όπως η «About Face» στο Λος Αντζελες, η «Fed Up» στην Ουάσιγκτον, η «Short
Times» στο στρατόπεδο Τζάκσον της Νότιας Καρολίνας, η «Vietnam GI» στο Σικάγο, η
«Graffiti» στη Χαϊδελβέργη της Γερμανίας, η «Helping Hand» στην αεροπορική βάση Μάουντεν
Χόουμ του Κολοράντο, η «Last Harass» στο στρατόπεδο Γκόρντον και η «Bragg Briefs» στη
Βόρεια Καρολίνα.

Η «αφύπνιση» των φοιτητών και η εξέγερση στο Πανεπιστήμιο του Κεντ
Τα φέρετρα Αμερικανών στρατιωτών και οι ειδήσεις από το μέτωπο όξυναν το αντιπολεμικό
κλίμα. Οι οργανώσεις φοιτητών που δραστηριοποιούντο ήδη στα αμερικανικά πανεπιστήμια,
κυρίως προς την κατεύθυνση του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα αλλά και για τον
εκδημοκρατισμό των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, στοχεύοντας στην αποφασιστική συμμετοχή
των ίδιων των φοιτητών στη διοίκησή τους, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη δημιουργία του
αντιπολεμικού κινήματος. Πολλές φοιτητικές οργανώσεις συγκροτήθηκαν, με έντονο
χαρακτηριστικό την πολυδιάσπαση. Κεντρικό ρόλο έπαιξε αδιαμφισβήτητα η οργάνωση
Φοιτητές για μια Δημοκρατική Κοινωνία (Students for a Democratic Society – SDS), που
ιδρύθηκε το 1962 και συνέχισε τη δράση της μέχρι και το 1974 (8).
Οι οργανώσεις αυτές προχωρούσαν σε δράσεις κοινωνικής ανυπακοής, λόγου χάρη μαζικό
κάψιμο στρατολογικών εγγράφων, καθιστικές διαμαρτυρίες, μαζικές και μαχητικές διαδηλώσεις,
την ίδια στιγμή που στο εσωτερικό τους κορυφώνονταν οι θεωρητικές και ιδεολογικές έριδες.
Θέματα όπως το μοντέλο της ιδανικής κοινωνίας, η ελευθερία σκέψης και η ελευθεριότητα της
πράξης, η καταγγελία της ΕΣΣΔ και της απολυταρχικής της μορφής, η χρήση βίας,
αποτελούσαν καθημερινά το πεδίο διαμάχης και αμφισβήτησης μιας νεολαίας που διψούσε για
αλλαγές, χωρίς πάντα να ξέρει με τι θα ήθελε να αντικαταστήσει το παλιό. Μέσα από αυτές τις
φοιτητικές οργανώσεις αναδείχθηκαν ηγέτες του αντιπολεμικού κινήματος που έμελλε να
διαδραματίσουν ευρύτερο ρόλο τα επόμενα χρόνια, όπως ο Ντέιβιντ Ντέλινγκερ και ο Νόαμ
Τσόμσκυ.
Η έκρηξη των φοιτητών συνέβη όταν οι «σιαμαίες» με την κεντρική εξουσία
πανεπιστημιακές αρχές αποφάσισαν να μετατρέψουν τα πανεπιστήμια σε στρατολογικά
γραφεία και ερευνητικά κέντρα των πολεμικών βιομηχανιών που εξουσίαζαν τον Λευκό Οίκο.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν το Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης. Τα τρία πρώτα
χρόνια από την έναρξη του πολέμου, το ίδρυμα είχε μετατραπεί σε παράρτημα της χημικής-
πολεμικής βιομηχανίας «Dow Chemical», κατασκευάστριας ανάμεσα στα άλλα και των βομβών
ναπάλμ. Στους χώρους του πανεπιστημίου, μάλιστα, δρούσε το Ινστιτούτο Αμυντικών
Αναλύσεων (Institute for Defense Analyses), το οποίο στρατολογούσε φοιτητές για λογαριασμό
της CIA.

Οι καθιστικές διαμαρτυρίες των φοιτητών, συνέχεια των δράσεων για τη φυλετική ισότητα,
ήταν στην ημερήσια διάταξη του αντιπολεμικού κινήματος. Ξεκινώντας από το Πανεπιστήμιο του
Μίσιγκαν, εξαπλώθηκαν στα πανεπιστήμια όλης της χώρας. Το φοιτητικό κίνημα παρέμεινε
ειρηνικό, υιοθετώντας ήπιες μορφές κοινωνικής ανυπακοής. Μόνο μετά την εισβολή στην
Καμπότζη, από την κυβέρνηση Νίξον, οι φοιτητές στράφηκαν στη χρήση βίας απέναντι στους
κρατικούς κατασταλτικούς μηχανισμούς.
Η πιο αιματηρή σελίδα του αντιπολεμικού φοιτητικού κινήματος γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο
του Κεντ, στο Οχάιο. Την Πρωτομαγιά του 1970, περίπου πεντακόσιοι φοιτητές διαδήλωσαν
κατά της εισβολής στην Καμπότζη, που είχε ανακοινώσει η κυβέρνηση μόλις μία μέρα πριν.
Ήταν γεμάτοι οργή απέναντι στον Νίξον, ο οποίος είχε κοροϊδέψει τον αμερικανικό λαό
υποσχόμενος άμεση απόσυρση των στρατευμάτων από το Βιετνάμ – υπόσχεση που ξέχασε την
επόμενη ημέρα της εκλογικής νίκης του. Τα επεισόδια επεκτάθηκαν τις μεταμεσονύκτιες ώρες,
καθώς οι φοιτητές έσπασαν τις μπάρες που τους έφραζαν την έξοδο από το ίδρυμα και
επιτέθηκαν σε αστυνομικές δυνάμεις στην πόλη του Κεντ.
Την επόμενη ημέρα, ο δήμαρχος του Κεντ, Ληρόυ Σάτρομ, κήρυξε την πόλη σε κατάσταση
έκτακτης ανάγκης, ζητώντας τη συνδρομή της Εθνοφρουράς. Ο κυβερνήτης του Οχάιο, Τζιμ
Ρόουντς, ανταποκρίθηκε θεωρώντας την κατάσταση πρώτης τάξεως ευκαιρία να αποδείξει τον
υπέρμετρο ζήλο του στη διατήρηση της τάξης και την πίστη του στην κυβέρνηση Νίξον. Τη
στιγμή που η Εθνοφρουρά προετοιμαζόταν για τη μάχη, το κτίριο της Εκπαίδευσης Εφέδρων
Αξιωματικών που βρισκόταν μέσα στους χώρους του πανεπιστημίου είχε τυλιχτεί στις φλόγες
(9). Οι φοιτητές παγίδευσαν το πυροσβεστικό όχημα και στη συνέχεια το κατέστρεψαν.
Στις 3 Μαΐου ο Ρόουντς παραχώρησε συνέντευξη τύπου στην οποία επιτέθηκε φραστικά
στους φοιτητές. Τους περιέγραψε ως «βάνδαλους, τρομοκράτες που μετακινούνται από το ένα
πανεπιστήμιο στο άλλο προκειμένου να προκαλέσουν ταραχές», υποσχόμενος στους
Αμερικανούς να ξεριζώσει το πρόβλημα από τη ρίζα του και όχι απλά να εξαφανίσει τα
συμπτώματα. Ήταν μια έμμεση αναφορά στο τι θα συνέβαινε. Την επομένη το μεσημέρι, ήταν
προγραμματισμένη να ξεκινήσει μια ακόμα διαδήλωση στον υπαίθριο κοινόχρηστο χώρο του
πανεπιστημίου. Είχε προηγηθεί η αποτυχημένη απόπειρα της διοίκησης να παραπλανήσει τους
φοιτητές, μοιράζοντας 1.200 φυλλάδια που «ενημέρωναν» για τη δήθεν αναβολή της
διαμαρτυρίας. Η Εθνοφρουρά επιχείρησε να διαλύσει τη συγκέντρωση με χημικά και πλαστικές
σφαίρες. Οι φοιτητές απάντησαν με αυτοσχέδιες βόμβες μολότωφ και πέτρες. Ενώ το πλήθος
των φοιτητών είχε διαλυθεί, και χωρίς κανέναν απολύτως λόγο, μια ομάδα εθνοφρουρών

ξεκίνησε να πυροβολεί στο ψαχνό. Οι πυροβολισμοί διήρκεσαν μισό λεπτό, όσο χρειαζόταν για
να πέσουν νεκροί τέσσερις φοιτητές. Οι Άλισον Κράους, Τζέφρι Μίλερ, Σάντρα Σκόιερ και
Γουίλιαμ Σρέντερ έμειναν στην ιστορία ως τα θύματα της φοιτητικής εξέγερσης του Κεντ.
Την επόμενη κιόλας ημέρα, φοιτητές από 400 πανεπιστήμια και κολλέγια έκλεισαν τις
σχολές τους και κατέβηκαν σε διαμαρτυρία. Σύμφωνα με στοιχεία του FBI, στη διάρκεια του
ακαδημαϊκού έτους 1969-1970 καταγράφηκαν 1.785 φοιτητικές διαδηλώσεις και 313 καταλήψεις
κτιρίων.

Μαζικές αντιπολεμικές διαδηλώσεις
Οι διαδηλώσεις ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ ξεκίνησαν σχεδόν μαζί με τον ίδιο τον
πόλεμο. Στις αρχικές διαδηλώσεις δεν συμμετείχαν περισσότερα από 50 άτομα. Μετά τον
βομβαρδισμό του Βόρειου Βιετνάμ, στις 17 Απριλίου 1965, πραγματοποιήθηκε η πρώτη μαζική
αντιπολεμική διαδήλωση που οργανώθηκε από τους Φοιτητές για μια Δημοκρατική Κοινωνία.
Είκοσι χιλιάδες άτομα συγκεντρώθηκαν στην Ουάσιγκτον για να βροντοφωνάξουν το γνωστό
αντιπολεμικό σύνθημα: «Hey Hey, Lbj, how many kids did you kill today?» («[Πρόεδρε]
Τζόνσον, πόσα παιδιά σκότωσες σήμερα;»), αριθμός που αποτέλεσε ευχάριστη έκπληξη για
τους διοργανωτές. Αρκετά μαζική ήταν και η συγκέντρωση των φοιτητών έξω από τον χώρο
διεξαγωγής του Συνεδρίου των Δημοκρατικών στο Σικάγο, τον Αύγουστο του 1968, που
κατέληξε σε εκτεταμένα επεισόδια.
Στις 15 Οκτωβρίου του 1969, περισσότεροι από 100.000 διαδήλωσαν στη Βοστώνη. Τον
Νοέμβριο του ίδιου χρόνου πραγματοποιήθηκε στην Ουάσιγκτον μεγαλειώδης αντιπολεμική
διαδήλωση, με περισσότερους από μισό εκατομμύριο ανθρώπους. Παράλληλα με τις τεράστιες
διαδηλώσεις, πραγματοποιούντο πολλές μικρότερες, σε επαρχιακές πόλεις, ακόμα και σε
χωριά, που συνήθως έληγαν επεισοδιακά, με καταλήψεις κτιρίων (πανεπιστημίων συνήθως) και
συμπλοκές με τις ειδικές δυνάμεις. Μέχρι και δικηγόροι προέβησαν σε αντιπολεμικές
διαδηλώσεις, τον Μάιο του 1970, κάνοντας τους «New York Times» της επόμενης ημέρας να
αναρωτιούνται για το πόσο καταστροφικός επρόκειτο να αποβεί ο πόλεμος για τα συμφέροντα
των επιχειρήσεων και την «Wall Street Journal» να αρχίσει να κατακρίνει τη συνέχιση του
πολέμου.
Οι μεγαλύτερες αντιπολεμικές διαδηλώσεις διοργανώθηκαν ταυτόχρονα στις 22 Απριλίου
του 1972 σε τρεις αμερικανικές πόλεις, τη Νέα Υόρκη, το Σαν Φρανσίσκο και το Λος Αντζελες.

Περισσότεροι από δύο εκατομμύρια Αμερικανοί συμμετείχαν, καθιστώντας σαφές στον Νίξον
πως, αν ο πόλεμος δεν τερματιζόταν, η πολιτική τάξη στις ΗΠΑ κινδύνευε. Πολλοί ιστορικοί στην
Αμερική υποστηρίζουν πως η ημέρα εκείνη ήταν η αρχή του τέλους του πολέμου.

Σαμποτάζ στη μηχανή της προπαγάνδας
Παράλληλα με τις φοιτητικές κινητοποιήσεις και τις τεράστιες διαδηλώσεις, το αντιπολεμικό
κίνημα κατάφερε με πολλούς και διάφορους τρόπους να επιφέρει συντριπτικά κτυπήματα στην
πολιτική των κυβερνήσεων, κυρίως στον τομέα της προπαγάνδας, που θεωρείτο μέχρι τότε
προπύργιο του κράτους. Σε αυτές τις δράσεις συμμετείχαν άνθρωποι από διάφορες κοινωνικές
ομάδες και στρώματα, από διανοούμενους μέχρι καθολικές καλόγριες.
Ο ποιητής Ρόμπερτ Λόουελ αρνήθηκε πρόσκληση που έλαβε από τον Λευκό Οίκο
δημοσιοποιώντας τη διαφωνία του με τον πόλεμο. Ο γνωστός θεατρικός συγγραφέας, Άρθουρ
Μίλλερ, ο οποίος είχε επίσης προσκληθεί, έστειλε το εξής τηλεγράφημα: «Όταν ηχούν τα όπλα,
η τέχνη πεθαίνει». Η τραγουδίστρια Έρθα Κιτ, προσκεκλημένη σε γεύμα στον κήπο του Λευκού
Οίκου, ξάφνιασε τους πάντες όταν μπροστά στη σύζυγο του Αμερικανού προέδρου Τζόνσον
εκφώνησε πύρινο αντιπολεμικό λόγο.
Το φθινόπωρο του 1967, ο ιερέας του Καθολικού Τάγματος του Αγίου Ιωσήφ και βετεράνος
του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου Φίλιπ Μπέριγκαν και οι φίλοι του, Τομ Λιούις, Ντέιβιντ Εμπερχαρντ
και Τζέιμς Μένγκελ, πήγαν στα γραφεία στρατολόγησης της Βαλτιμόρης, έβαψαν με αίμα τα
αρχεία και περίμεναν τη σύλληψή τους. Καταδικάστηκαν σε ποινές φυλάκισης από δύο έως έξι
χρόνια. Αφού αποφυλακίστηκε σύντομα, ο Φίλιπ Μπέριγκαν μαζί με τον αδερφό του Ντάνιελ,
ιησουίτη ιερέα, και άλλα επτά άτομα πήγαν στο στρατολογικό γραφείο της πόλης Κέιτονσβιλ του
Μέρρυλαντ, στις 17 Μαΐου 1968, πήραν τα στρατιωτικά αρχεία και τα έκαψαν μπροστά στις
τηλεοπτικές κάμερες. Με αυτή την πράξη τους έμειναν στην ιστορία ως «Οι εννέα του
Κέιτονσβιλ».
Ο Ντάνιελ Έλσμπεργκ ήταν οικονομολόγος με σπουδές στο Χάρβαρντ και εργαζόταν για
λογαριασμό της «RAND», μιας εταιρείας που ασχολείτο με την εκπόνηση στρατηγικών μελετών
για λογαριασμό της κυβέρνησης και του στρατού. Το 1967, ο Έλσμπεργκ συμμετείχε σε μια
άκρως απόρρητη έρευνα αρχειοθετώντας ντοκουμέντα σχετικά με τον πόλεμο του Βιετνάμ για
λογαριασμό του Υπουργείου Άμυνας. Οι φρικαλεότητες στο Βιετνάμ τον είχαν καταβάλει. Με τη
βοήθεια του φίλου του, Άντονυ Ρούσο, πρώην συναδέλφου στη «RAND», έστειλαν τα απόρρητα

έγγραφα του υπουργείου σε δεκάδες γερουσιαστές και στους «New York Times». Τον Ιούνιο
του 1971, η εφημερίδα ξεκίνησε να δημοσιεύει τα «Έγγραφα του Πενταγώνου», όπως
ονομάστηκαν, προκαλώντας την κατακραυγή των ανίδεων Αμερικανών πολιτών.
Παρά τις αγωνιώδεις προσπάθειες του Νίξον για να σταματήσει η δημοσίευση των
εγγράφων, το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε πως μια τέτοια απόφαση θα συνιστούσε
προληπτικό περιορισμό της ελευθερίας του Τύπου. Η κυβέρνηση συνέχισε την προσπάθειά της
παραπέμποντας τους Έλσμπεργκ και Ρούσο σε δίκη για κατασκοπία, χωρίς όμως να πετύχει
την καταδίκη τους.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Το κίνημα ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ στις ΗΠΑ σφράγισε μια ολόκληρη ιστορική
περίοδο και άνοιξε μια άλλη, επιδρώντας βαθιά στον υπόλοιπο πλανήτη. Από τη σκοπιά του
πολίτη της Δύσης, η μεταπολεμική εποχή είχε φθάσει στο τέλος της, δείχνοντας τα όρια της
γενιάς που πρωταγωνίστησε σε αυτήν. Τη σκυτάλη πήρε η επόμενη γενιά, η οποία δεν είχε
γνωρίσει τον πόλεμο αλλά ανατράφηκε με τις δυτικές αξίες, την αποκαθήλωση των οποίων
σύντομα έμελλε να παρακολουθήσει εμβρόντητη. Η γενιά αυτή δεν μπορούσε να συλλάβει την
ανελευθερία του συστήματος στην εργασία, στην εκπαίδευση, στις σχέσεις των δύο φύλων, και
φυσικά τον ίδιο τον πόλεμο. Αρνήθηκε να συμμετάσχει και δέχθηκε την πρόκληση να
οικοδομήσει μια νέα κοινωνία, να δημιουργήσει έναν νέο κώδικα αξιών, μια νέα κουλτούρα.
Η επικράτηση αυτή της γενιάς έδωσε ώθηση στην εξέλιξη της κοινωνίας. Ακόμα και αν
έγιναν πισωγυρίσματα, ακόμα και αν πολλοί εκπρόσωποί της έγιναν αυτό που μισούσαν, το
αντιπολεμικό κίνημα του Βιετνάμ θα υπάρχει για να θυμίζει πάντα σε κάθε γενιά το χρέος της:
να αλλάξει τον κόσμο.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Χο Τσι Μινχ (ο Φωτισμένος) ήταν το προσωνύμιο του μαρξιστή Νγκουγιέν Σιν Κουνγκ
(ή Νγκουγιέν Τατ Ταν), ο οποίος το 1939 είχε ιδρύσει το παράνομο Κομμουνιστικό
Κόμμα της Ινδοκίνας και, από το 1941, το Βιετμίνχ (Μέτωπο Ανεξαρτησίας του
Βιετνάμ).

2. Η επίθεση του Τετ (η αρχή του σεληνιακού έτους για τους Βιετναμέζους) αποτέλεσε
την αρχή της στρατιωτικής ήττας των ΗΠΑ. Στις 30 Ιανουαρίου του 1968 αντάρτες
επιτέθηκαν στις αμερικανικές δυνάμεις φθάνοντας μέχρι τη Σαϊγκόν, την πρωτεύουσα
του Νότιου Βιετνάμ, και πολιορκώντας την αμερικανική πρεσβεία. Η αντεπίθεση των
Βιετναμέζων ανταρτών, αν και στρατιωτικά απέτυχε, ξάφνιασε όχι μόνο γιατί κανείς
δεν την περίμενε, αλλά και γιατί απέδειξε τη συμπαράσταση των Βιετναμέζων
πολιτών προς τους αντάρτες. Οι αντάρτες εισέβαλαν στις μεγάλες πόλεις κρυμμένοι
με διάφορους τρόπους, φυσικά με τη βοήθεια των απλών κατοίκων, χωρίς ούτε ένας
Βιετναμέζος να προδώσει το σχέδιο στους Αμερικανούς.
3. Η σφαγή του Μι Λάι ήταν μαζική δολοφονία άμαχων πολιτών στο ομώνυμο χωριό. Ο
αριθμός των νεκρών κυμαίνεται από 347 έως 504. Η επιδρομή έγινε από έναν λόχο
πεζικάριων και θεωρείται ένα από τα πολλά παρόμοια περιστατικά. Σύμφωνα με τον
συνταγματάρχη Οραν Χέντερσον: «κάθε στρατιωτική μονάδα μεγέθους ταξιαρχίας
είχε κάπου το δικό της Μι Λάι».
4. Η Συντονιστική Φοιτητική Επιτροπή Μη Βίας (Student Nonviolent Coordinating
Committee – SNCC) υπήρξε μία από τις κύριες οργανώσεις φοιτητών που έδρασε στο
κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα.
5. Howard Zinn, Ιστορία του λαού των Ηνωμένων Πολιτειών, εκδ. Αιώρα, Αθήνα 2008,
σ. 537.
6. Ο.π., σ. 538.
7. Ο.π., σ. 550.
8. Υπήρξε η κύρια φοιτητική οργάνωση του αντιπολεμικού κινήματος, που προήλθε από
τα απομεινάρια άλλων οργανώσεων που διαλύθηκαν όπως η Student Peace Union
(SPU) και η National Committee for a Sane Nuclear Policy (SANE). Τον Ιούνιο του
1962, πενήντα εννέα μέλη της οργάνωσης εξέδωσαν μανιφέστο 64 σελίδων στο Πορτ
Χιρόν του Μίσιγκαν, με το οποίο καταδίκαζαν την απάθεια των νέων στις ΗΠΑ κατά
την ψυχροπολεμική περίοδο, η οποία –σύμφωνα με το μανιφέστο– πήγαζε από τα
εκπαιδευτικά ιδρύματα.
9. Μέχρι την περίοδο του πολέμου του Βιετνάμ, πολλά πανεπιστήμια φιλοξενούσαν,
παράλληλα με τα κανονικά μαθήματα, ένα πρόγραμμα εκπαίδευσης αξιωματικών

(Reserve Officers’ Training Corps) για φοιτητές που ήθελαν να ακολουθήσουν
στρατιωτική καριέρα. Σε πολλά από τα πανεπιστήμια, μάλιστα, το πρόγραμμα ήταν
υποχρεωτικό για τους άρρενες φοιτητές. Ωστόσο, το γενικότερο κλίμα μετέτρεψε το
πρόγραμμα σε εθελοντικό, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις οι εγκαταστάσεις
μεταφέρθηκαν εκτός των πανεπιστημιακών χώρων.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
(1) Howard Zinn: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΛΑΟΥ ΤΩΝ ΗΝΩΜΕΝΩΝ ΠΟΛΙΤΕΙΩΝ, εκδ.
Αιώρα, Αθήνα 2008.
(2) Χάουαρντ Ζιν: ΔΙΑΚΗΡΥΞΕΙΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ, εκδ. Εξάρχεια, Αθήνα
2009.
(3) Ρίτσαρντ Ο. Μπόγιερ – Χέρμπερτ Μ. Μορέ: Η ΑΓΝΩΣΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ
ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ ΤΩΝ ΗΠΑ, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1993.
(4) Ερικ Χόμπσμπαουμ: Η ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΑΚΡΩΝ, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 2004.
(5) Noam Tsomsky: AMERICAN POWER AND THE NEW MANDARINS,
Chatto & Windus, Λονδίνο 1969.
(6) Andrew Preston: THE WAR COUNCIL: McGEORGE BUNDY, THE NSC,
AND VIETNAM, Harvard University Press, Κέμπριτζ ΜΑ 2006.
(7) Martin Klimke: THE OTHER ALLIANCE-STUDENTS PROTESTS IN WEST
GERMANY AND THE UNITED STATES IN THE GLOBAL SIXTIES, Princeton University
Press, Πρίνστον 2010.

1. Όπλα και τριαντάφυλλα συνυπάρχουν στις πρώτες αντιπολεμικές ειρηνικές
διαδηλώσεις.
2. Κινητοποίηση που καλεί σε μαζικές αρνήσεις στράτευσης.
3. Με έντονα ειρωνική διάθεση αντιμετωπίζεται το καθεστώς-μαριονέτα του Ντιεμ στο
Νότιο Βιετνάμ.
4. Διαδηλωτές υπέρ της ειρήνης ‘εισβάλουν’ με πλοιάριο στο κέντρο εκπαίδευσης
νεοσυλλέκτων στο Φορτ Λιούις, στις 13 Ιουλίου του 1969.
5. Νεαροί αφροαμερικανοί δηλώνουν έμπρακτα την αλληλεγγύη τους στους
Βιετναμέζους.

6. Αντιπολεμική αφίσα καταγγέλει την φυλάκιση των αρνητών στράτευσης.
7. Εργατική αφίσα που καλεί σε απεργία και συμμετοχή στις αντιπολεμικές
κινητοποιήσεις.
8. ‘war is hell, ο πόλεμος είναι κόλαση’, σύμφωνα με το κράνος –αλλά και το βλέμμα-
του αμερικανού στρατιώτη.
9. Ο Τζον Κέρι, τότε μέλος των Βετεράνων του Βιετνάμ κατά του Πολέμου, σε
ακρόαση της Γερουσίας που ερευνούσε εγκλήματα πολέμου.
10. Φύλο του Μαρτίου 1968 από τη στρατιωτική αντιπολεμική εφημερίδα
«Vietnam GI» του Σικάγου.
11. Αντιπολεμική συναυλία στο Λονδίνο το 1965, που διοργανώθηκε από την
αγγλική Φοιτητές για μια Δημοκρατική Κοινωνία. Ισχυρό παράρτημα της τελευταίας
συστάθηκε και στη Γερμανία.
12. Τζον Κέρι και Τζον Λένον, δύο από τους διοργανωτές του γιγάντιου
αντιπολεμικού συλλαλητηρίου που διοργανώθηκε τον Νοέμβριο του 1969 στην
Ουάσιγκτον.
13. Αντιπολεμικά πανό αναρτημένα στο «Αγαλμα της Ελευθερίας», κατά τη
διαδήλωση του Απριλίου 1972.
14. Αντιπολεμική κονκάρδα με την αισθητική των χίππυς.
15. .
16. Συγκέντρωση στο Πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϋ.
17. Τραγική φιγούρα, η Μέρι Βέκιο, φίλη και συναγωνίστρια του Τζέφρι Μίλερ,
ενός εκ των τεσσάρων θυμάτων του Πανεπιστημίου του Κεντ, δίπλα στον νεκρό φίλο της.
18. Η Εθνοφρουρά του Οχάιο χτυπά στο ψαχνό τους εξεγερμένους φοιτητές.
19. Εκατοντάδες χιλιάδες διαδηλωτές στη Νέα Υόρκη αναπαριστούν έναν
βομβαρδισμό στο Βιετνάμ.
20. Οι εννέα του Κέιτονσβιλ.