Διαβάζεται σε 3′
Πολ Ρόμπσον
ο βαρύτονος πρώην ποδοσφαιριστής, που τραγουδούσε στους εργάτες
Πολ Ρόμπσον, ο βαρύτονος πρώην ποδοσφαιριστής, που τραγουδούσε στους εργάτες
Είναι αδύνατο να συμπυκνωθεί η βιογραφία και το έργο ενός τεράστιου καλλιτέχνη και αγωνιστή σαν τον Πολ Ρόμπσον, σε μερικές γραμμές. Πρόκειται για μια γιγάντια και πολύπλευρη προσωπικότητα, που σφράγισε τον 20ο αιώνα.
Ο Ρόμπσον γεννήθηκε στο Πρίνστον του Νιου Τζέρσεϊ, το 1898. Ο πατέρας του, Γουίλιαμ Ρόμπσον, φυγάς πρώην σκλάβος, ήταν ιερέας στην εκκλησία της οδού Γουίδερσπουν. Απολύθηκε λόγω της δράσης του υπέρ των δικαιωμάτων των μαύρων και των φτωχών. Η μητέρα του, Μαρία Λουίζ, πέθανε όταν ο Πολ ήταν μόλις 6 χρονών.
Ξεκίνησε να παίζει αμερικάνικο ποδόσφαιρο στο Κολλέγιο Ράτζερς. Ήταν εξαιρετικός παίχτης και διακρίθηκε ως ένας εκ των κορυφαίων πανεθνικά (All American). Παντρεύτηκε την Έσλι Γκουντ, που τον στήριξε οικονομικά στα πρώτα του καλλιτεχνικά βήματα.

O Πολ Ρόμπσον με τη Ρούμπι Έλζυ στην ταινία ‘Ο αυτοκράτορας Τζόουνς’ (1933). Πηγή Picryl https://picryl.com/media/paul-robeson-ruby-elzy-in-the-emperor-jones-ca40e4
Ο Πολ ήταν βαρύτονος τραγουδιστής και αγαπούσε τόσο το τραγούδι, όσο και το θέατρο. Συμμετείχε στο καλλιτεχνικό κίνημα που ονομάστηκε ‘Αναγέννηση του Χάρλεμ’, ανεβάζοντας παραστάσεις του Ευγένιου Ο’ Νηλ. Η διεθνής αναγνώριση του χτύπησε την πόρτα μετά τις θεατρικές του δουλειές στο Λονδίνο. Η τραγουδιστική του ερμηνεία στην παράσταση ‘Οθέλος’ του Σέξπηρ, απέσπασε διθυράμβους.
Τραγούδησε σε πολλούς εργατικούς χώρους, στους ανθρακωρύχους στη Σκωτία, στους χτίστες της Όπερας του Σίδνεϊ, ακόμα και στους τραυματίες των Διεθνών Ταξιαρχιών στο νοσοκομείο Μπενικασίμ, κατά τον ισπανικό εμφύλιο. Παντού γινόταν δεκτός με ενθουσιασμό και άπειρο σεβασμό. Επισκεπτόταν συχνά τη Σοβιετική Ένωση, όπου τραγουδούσε σε κατάμεστα στάδια, συνομιλώντας με τους ηγέτες της και με καταξιωμένους καλλιτέχνες όπως τον Σεργκέϊ Αϊζενστάϊν. Είχε στηρίξει ενεργά την καμπάνια σωτηρίας του Νίκου Μπελογιάννη.
Ταυτόχρονα, δεν ξέχασε τις ρίζες του, όντας αφιερωμένος στην υπόθεση της χειραφέτησης των μαύρων. Μαζί με τον φίλο του, Ντι Μπουά, ίδρυσε την εφημερίδα ‘Freedom’ και αντιτάχθηκε σθεναρά στην πολιτική φυλετικού διαχωρισμού, μη διστάζοντας να καταγγέλει τη ρατσιστική κυβερνητική πολιτική της χώρας του στο εξωτερικό. Συνέπεια των πράξεών του ήταν να τον παρακολουθεί το FBI σε κάθε του βήμα και να του αφαιρεθεί το δικαίωμα εξόδου από τις ΗΠΑ, το 1950. Η έντονη αντιπαράθεσή του με την επιτροπή Μακάρθι, προκάλεσε τον αποκλεισμό του από κάθε δημόσια εμφάνιση.
Αντιμετώπιζε πολλά ψυχολογικά προβλήματα και προχώρησε σε απόπειρα αυτοκτονίας, στη Μόσχα το 1961. Νοσηλεύτηκε στο Λονδίνο, όπου του χορηγήθηκε παράλογα υπερβολική δόση βαρβιτουρικών και άλλων φαρμάκων, από τους γιατρούς. Στη συνέχεια μεταφέρθηκε για νοσηλεία στο Ανατολικό Βερολίνο, όπου ακολούθησε διαφορετική αγωγή και η υγεία του βελτιώθηκε, ποτέ όμως δεν επέστρεψε ξανά στην ενεργό δράση. Πέθανε το 1976 σε ηλικία 77 χρονών, στη Φιλαδέλφεια.