Διαβάζεται σε 3′
Η δολοφονία του Άλντο Μόρο
η απαγωγή, οι εκκλήσεις του για διαπραγμάτευση με τις Ερυθρές Ταξιαρχίες, η ανένδοτη κυβέρνηση, οι μυστικές υπηρεσίες και ο “ύποπτος” ρόλος του Πάπα
Ο Άλντο Μόρο γεννήθηκε στο Μάλιε, μια μικρή πόλη κοντά στο Λέτσε, στην Απουλία, το 1916. Σπούδασε νομική στο πανεπιστήμιο του Μπάρι και έκανε την διδακτορική του διατριβή στο Ποινικό Δίκαιο. Διετέλεσε πρωθυπουργός από το 1963 έως το 1968 και από το 1974 ως το 1976.

Ο Άλντο Μόρο 10 χρόνια πριν την απαγωγή του, σε βράβευση του ποιητή και δημοσιογράφου Τζουζέπε Ουνγκαρέτι.
Ο λόγος που αποτέλεσε ‘κόκκινο πανί’ για πολλούς, ήταν η προώθηση εκ μέρους του της πολιτικής του λεγόμενου ιστορικού συμβιβασμού.
Τη δεκαετία του 70, το πανίσχυρο Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα (είχε πάρει 34,4% στις εκλογές του 1976) είχε προτείνει, μέσω του γραμματέα του, Μπερλινγκουέρ, τη δημιουργία συμμαχικής κυβέρνησης με τους χριστιανοδημοκράτες.
Ερυθρές Ταξιαρχίες – ατομική τρομοκρατία και διείσδυση μυστικών υπηρεσιών
Οι Ερυθρές Ταξιαρχίες ιδρύθηκαν τον Αύγουστο του 1970 από τον Ρενάτο Κούρτσιο, την σύντροφό του Μάρα Καγκόλ και τον Αλμπέρτο Φραντσεσίνι.
Απήγαγαν βιομήχανους, τραπεζίτες και άλλα σημαίνοντα μέλη της ιταλικής ελίτ, όπως τον δικαστή Μάριο Σόσι, τον Φελίτσε Σαβιέτι, πρόεδρο των βιομηχάνων της Γένοβας, τον επίσης βιομήχανο Βαλλαρίνο Γκαντσία, ενώ πυροβόλησαν και σκότωσαν τον Κάρλος Καζαλένιο, αναπληρωτή αρχισυντάκτη της εφημερίδας La stampa.
Οι Ερυθρές Ταξιαρχίες απέκτησαν χιλιάδες συμπαθούντες με ποικιλόμορφη στήριξη, ακόμα και οικονομική, κυρίως απογοητευμένους οπαδούς της νεολαίας του Κομμουνιστικού Κόμματος που εναντιώνονταν στην σύμπραξη με τους Χριστιανοδημοκράτες καθώς και φοιτητές κοινωνιολογίας του Καθολικού Πανεπιστημίου.
Παραταύτα, στους κόλπους της οργάνωσης είχαν διεισδύσει και πράκτορες μυστικών υπηρεσιών, όπως ο τυχοδιώκτης πρώην μοναχός Σιλβάνο Τζιρότο.
Η εμπλοκή των μυστικών υπηρεσιών σε πτυχές της υπόθεσης είναι δεδομένη, άλλωστε ο ίδιος ο Μόρο είχε ομολογήσει τους φόβους του λίγες μέρες πριν την απαγωγή του, στον φίλο του Γερουσιαστή: «Θα μας κάνουν να πληρώσουμε ακριβά την πολιτική μας (…) Δεν μας καταλαβαίνουν στις ΗΠΑ».
Το διάστημα που πραγματοποιήθηκε η επιχείρηση απαγωγής του Άλντο Μόρο, ο Κούρτσιο και άλλα 12 μέλη της οργάνωσης, δικάζονταν στο Τορίνο.

Ο Ρενάτο Κούρτσιο και άλλα μέλη των Ερυθρών Ταξιαρχιών, κατά τη διάρκεια της δίκης στο Τορίνο.
Η απαγωγή
Το πρωί της 16ης Μάρτη του 1978, ο Άλντο Μόρο βγήκε από το σπίτι του, στην οδό Φόρτε Τριονφάλε, με κατεύθυνση τη βουλή. Μέλη των Ερυθρών Ταξιαρχιών παρακολουθούσαν την πορεία της λιμουζίνας ενώ άλλα, φορώντας φόρμες της Alitalia, περίμεναν υπομονετικά.
Όταν η τρομοκράτισσα Ρίτα Αλταγκρανάτι έκανε το προσχεδιασμένο σινιάλο, δύο αυτοκίνητα έκλεισαν από μπροστά και από πίσω τα οχήματα του Μόρο και των συνοδών του, γαζώνοντας με 91 σφαίρες τους πέντε σωματοφύλακες του πρωθυπουργού.
Στη συνέχεια άρπαξαν τον Μόρο και τον οδήγησαν στο πλήρως ηχομονωμένο σπίτι της οδού Μονταλτσίνι, που είχε αγοράσει για το σκοπό αυτό το μέλος τους, Άννα Λάουρα Μπραγκέτι.
Η αστυνομία εξαπέλυσε ανθρωποκυνηγητό αλλά το μόνο που κατάφερε να ανακαλύψει ήταν ένα από τα αυτοκίνητα που χρησιμοποίησαν οι τρομοκράτες, μερικές δεκάδες μέτρα μακριά, στην οδό Λιτσίνιο Κάλβο. Τις επόμενες μέρες βρέθηκαν στο ίδιο σημείο άλλα δύο αυτοκίνητα που επίσης είχαν χρησιμοποιηθεί κατά την απαγωγή, τα οποία όμως έλειπαν πριν. Αυτό ήταν μόνο ένα από τα πολλά μυστήρια της υπόθεσης…
Εν μέσω κλίματος υστερίας, που καλλιεργήθηκε τόσο από τις εφημερίδες όσο και από ένα επεισόδιο στη δίκη του Κούρτσιο και των δώδεκα στο Τορίνο, όταν οι κατηγορούμενοι φώναξαν: «Ο Μόρο βρίσκεται στα χέρια μας», οι Ε.Τ. έστειλαν στον Τύπο ανακοινωθέν, με το οποίο ενημέρωναν για την έναρξη της “δίκης” του Άλντο Μόρο στον τόπο κράτησής του.
Τα πρώτα γράμματα – τα υπονοούμενα για ανάμειξη ΗΠΑ, Δυτικής Γερμανίας
Οι Ερυθρές Ταξιαρχίες δημοσιοποίησαν συνολικά 86 επιστολές του Άλντο Μόρο, χωρίς να μπορεί να εξακριβωθεί ο βαθμός αυθεντικότητάς τους. Η πρώτη στάλθηκε στον Τύπο στις 29 Μάρτη, απευθυνόμενη στον υπουργό Εσωτερικών, Φραντσέσκο Κοσίγκα:
«Εξ’ άλλου, η αρχή μας (η μη διαπραγμάτευση με τρομοκράτες) δεν μπορεί να χρησιμεύσει σε τίποτα αναφορικά με την απαγωγή μου και δεν συζητείται καν (…)
Η θυσία αθώων, στο όνομα μιας αφηρημένης αρχής νομιμότητας, τη στιγμή που μια αδιαφιλονίκητη κατάσταση ανάγκης θα έπρεπε να αναλάβει τη σωτηρία του, είναι απαράδεκτη. (…) Πιστεύω πως μια δυναμική ανασταλτική ενέργεια της Αγίας Έδρας (ή και κάποιων άλλων, ποιων όμως;) θα μπορούσε να αποβεί χρήσιμη».

Ο Φραντσέσκο Κοσίγκα (1928-2010), παλαίμαχος πολιτικός και πρόεδρος της ιταλικής δημοκρατίας από το 1985 έως το 1992, υπουργός εσωτερικών την περίοδο της ομηρίας του Άλντο Μόρο και αποδέκτης του πρώτου γράμματός του από τη ‘φυλακή του λαού’.
Στο γράμμα του της 4ης Απρίλη του 1978, έγραφε:
«Είμαι πολιτικός κρατούμενος: Η αιφνιδιαστική απόφασή σας να αρνηθείτε την οποιαδήποτε διαπραγμάτευση που σχετίζεται με εξίσου κρατούμενα πρόσωπα με φέρνει σε θέση δυσβάσταχτη. (…) Σπεύδω να επισημάνω ότι, λέγοντας αυτό, διατηρώ πλήρη πνευματική επαγρύπνηση κι ότι δεν υπέστην κανέναν εξαναγκασμό. (…) Για να είμαι ειλικρινής, αισθάνομαι ότι με έχετε εγκαταλείψει».
Στελέχη των Χριστιανοδημοκρατών θεωρούσαν τις επιστολές, προϊόν απειλών και εκφοβισμών. Στο μεταξύ, οι Ερυθρές Ταξιαρχίες γνωστοποίησαν την ετυμηγορία της “δίκης”: «Ο Άλντο Μόρο κρίθηκε ένοχος και καταδικάστηκε σε θάνατο».
Στην επιστολή του Άλντο Μόρο στις 10, κατηγορείτο ο γερουσιαστής Ταβιάνι για τη στάση του και γινόταν αναφορά στη στάση των ΗΠΑ και της Γερμανίας:
«Η απροσδόκητη στάση του Ταβιάνι είναι για μένα ακατανόητη. Και κρίνω ότι δηλώνει έλλειψη σεβασμού, ότι είναι τόσο προκλητική, ώστε να με κάνει να αναρωτιέμαι για το ποιόν του ανθρώπου που ανήκει στην χριστιανοδημοκρατία επί τριάντα χρόνια (…)
Στις δύο ευαίσθητες θέσεις που κατείχε (επικεφαλής της SID, Servizio Informazioni Difesa – Υπηρεσίας Πληροφοριών του Υπουργείου Άμυνας, έπειτα αρχηγός του επιτελείου Άμυνας) ερχόταν σε άμεση επαφή με αμερικανικούς κύκλους, με τους οποίους διατηρούσε σχέσεις εμπιστοσύνης. Υπάρχει άραγε κάποια επιρροή Αμερικανών ή Γερμανών στη σκληρή στάση του Ταβιάνι απέναντί μου;»

Ο γερουσιαστής Πάολο Εμίλιο Ταβιάνι (1912-2001), κατηγορήθηκε από τον Μόρο στις επιστολές του ως άνθρωπος των Η.Π.Α.
Το ψεύτικο και το αληθινό ανακοινωθέν
Στις 18 Απρίλη παραδόθηκε στις εφημερίδες το λεγόμενο ‘ψεύτικο’ ανακοινωθέν των Ερυθρών Ταξιαρχιών, όπου αναφερόταν πως ο Άλντο Μόρο δολοφονήθηκε και πως η σορός του βυθίστηκε στη λίμνη Ντουκέσα, στην περιοχή Καρτόρε.
Δύο μόλις μέρες μετά, οι Ταξιαρχίες εξέδωσαν το ‘αυθεντικό’ ανακοινωθέν, τονίζοντας ότι το προηγούμενο της 18ης Απριλίου, ήταν «μια γελοιωδέστατη σκευωρία των ειδημόνων του ψυχολογικού πολέμου».
Για να αποδείξουν ότι ο Μόρο ήταν ακόμα ζωντανός, στο φάκελο εσώκλεισαν μια φωτογραφία του πρώην πρωθυπουργού με το φύλο της Repubblica της προηγούμενης μέρας. Παράλληλα, ανέφεραν ότι «δέχονταν να ανταλλάξουν τον Άλντο Μόρο με τους κομμουνιστές κρατούμενους» και έδωσαν τελεσίγραφο στις αρχές μέχρι τις 22 Απρίλη.
Η κυβέρνηση του Παναμά προσφέρθηκε να δεχτεί τους τρομοκράτες. Η εφημερίδα της άκρας αριστεράς ‘Lotta continua’ δημοσίευσε έκκληση υπέρ της απελευθέρωσης του Μόρο, υπογραμμένη από βουλευτές, επισκόπους και διανοούμενους, την ώρα που το Κομμουνιστικό Κόμμα συμφωνούσε πλήρως με τους Χριστιανοδημοκράτες στην πολιτική της μη συνδιαλλαγής.
Σε νέα επιστολή στις 21 Απρίλη, ο Μόρο κατήγγειλε σφοδρά τους Χριστιανοδημοκράτες:
«Από τα τρομερά και αγωνιώδη προβλήματα δεν πιστεύω ότι μπορείτε να με απαλλάξετε, ακόμα και έναντι της ιστορίας, με την επιπολαιότητα, την αδιαφορία και τον κυνισμό που έχετε αποδείξει μέχρι σήμερα στη διάρκεια αυτών των 40 μαρτυρικών ημερών της ομηρίας μου (…)
Η δυστυχής οικογένειά μου παραμερίστηκε και καταδικάστηκε στη σιωπή χωρίς καμιά δυνατότητα να φωνάξει τον πόνο και την απελπισμένη ανάγκη της για μένα.(…) Το δηλώνω απερίφραστα: σε ότι με αφορά δεν πρόκειται να συγχωρήσω και να δικαιολογήσω κανέναν. Περιμένω να δείξει το κόμμα στο σύνολό του τη βαθιά σοβαρότητα και το ανθρωπιστικό πνεύμα»
Η κοινή γνώμη στοιχιζόταν με τις παρακλήσεις του οικογενειακού περιβάλλοντος του Άλντο Μόρο, για διαπραγματεύσεις και απελευθέρωση του ομήρου, αδυνατώντας να φανταστεί πως η ιταλική αστική τάξη θα συνέχιζε να αδιαφορεί για την τύχη ενός τόσο προβεβλημένου στελέχους της.

Ο Πάπας Παύλος ΣΤ’, ταυτίστηκε με την αδιάλλακτη στάση του κράτους απέναντι στους Ταξιαρχίτες.
Η παρέμβαση του Πάπα και των ‘φίλων’ του ομήρου κατά κάθε διαπραγμάτευσης
Λίγες ώρες πριν τη λήξη του τελεσιγράφου, επενέβη ο Πάπας Παύλος ΣΤ, ταυτιζόμενος απόλυτα με την ανένδοτη στάση της κυβέρνησης. Ο Άλντο Μόρο διαφώνησε στα τελευταία γράμματά του με τον Πάπα: «Είναι κάτι φρικτό, ανάξιο της Αγίας Έδρας, δεν ξέρω αν ο καρδινάλιος Πολέττι μπορεί να επανορθώσει αυτή την τεράστια γκάφα, η οποία έρχεται σε αντίθεση με τους τρόπους και τη συμπεριφορά της Αγίας Έδρας».
Ταυτόχρονα, από την έδρα του χριστιανοδημοκρατικού κόμματος, 50 περίπου άνθρωποι που δήλωσαν παλιοί φίλοι του Μόρο, ισχυρίστηκαν ότι ο άνθρωπος που έγραφε τα γράμματα:
«δεν είναι ο ίδιος με τον οποίο ήμασταν δεμένοι με την ίδια παιδεία και χριστιανική πνευματικότητα, καθώς και με το ίδιο πολιτικό όραμα. Δεν είναι αυτός ο άνθρωπος που γνωρίζουμε, με το πνευματικό, πολιτικό και δικαστικό του όραμα, το οποίο συνέβαλε και ενέπνευσε το δημοκρατικό μας σύνταγμα».
Με γράμμα του σε εφημερίδα της Ρώμης, στις 27 Απριλίου, ο Μόρο δήλωσε την απογοήτευσή του: «Δεν πίστευα ότι μπορούσε να συμβεί, μερικοί φίλοι, από τον αξιότιμο δικηγόρο Βερονέζε και τον σεβασμιότατο Σκάλια και τόσους άλλους, που χωρίς να γνωρίζουν το μαρτύριό μου, αμφισβητούν την αυθεντικότητα των λόγων μου».
Η εκτέλεση
Στις 9 Μάη του 1978, ο καθηγητής και φίλος της οικογένειας Μόρο, Φράνκο Τρίττο, δέχτηκε τηλεφώνημα από τις Ε.Τ., όπου του ανακοινώθηκε ότι το πτώμα του πρώην πρωθυπουργού βρισκόταν στο πορτμπαγκάζ μιας κόκκινης Renault, στην οδό Καετάνι.

Το πτώμα του Άλντο Μόρο ‘παραδόθηκε’ από τις Ταξιαρχίες στο πορτμπαγκάζ μιας κόκκινης Renault, κοντά στα γραφεία του χριστιανοδημοκρατικού κόμματος.
Το στενό περιβάλλον του Άλντο Μόρο δεν επέτρεψε να παραβρεθούν δημόσια πρόσωπα της κυβέρνησης ή της Εκκλησίας στην κηδεία, στο νεκροταφείο του χωριού Τορρίτα Τιμπερίνα.
Μερικές μέρες αργότερα, κατά τη ‘δημόσια’ νεκρώσιμη ακολουθία στο Λατεράνο, ο Πάπας αναφώνησε: «Εσύ, ω Κὐριε, δεν εισάκουσες τις ικεσίες μας».