Διαβάζεται σε 3′

Ματίας Ζίντελαρ

ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ του Μαρκόπουλου, η ιστορία των Ελλήνων της διασποράς και των απανταχού ξεριζωμένων

οι καθηλωτικές ερμηνείες Μοσχολιού, Χαλκιά, ο δάσκαλος του σαντουριού, Αριστείδης Μόσχος και 10 ιστορίες καθημερινότητας στην ξενιτιά.

Καταξιωμένοι μουσικοί – εμπορική επιτυχία

Ο Γιάννης Μαρκόπουλος κυκλοφόρησε το δίσκο ‘Μετανάστες’ το 1974. Συνεργάστηκε με το Γιώργο Σκούρτη, τον καταξιωμένο θεατρικό συγγραφέα, πεζογράφο και στιχουργό που πέθανε το 2018 και τους ερμηνευτές Βίκυ Μοσχολιού και Λάκη Χαλκιά.

 Γιάννης Μαρκόπουλος Βίκυ Μοσχολιού δίσκο 'Μετανάστες'

Ο Γιάννης Μαρκόπουλος συνεργάστηκε στενά με τη Βίκυ Μοσχολιού και τον Λάκη Χαλκιά, όχι μόνο στο δίσκο ‘ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ’ αλλά όλη τη δεκαετία του 70. Πηγή hxvnews.gr

Παίζουν κορυφαίοι μουσικοί: Ο Κώστας Παπαδόπουλος μπουζούκι, ο Μάριος Κώστογλου κιθάρα, ο Νίκος Κεχαγιάς μπάσο, ο Χάρης Καλέας πιάνο, ο Σπύρος Λιβιεράτος κρουστά και ο μεγάλος δάσκαλος του σαντουριού, Αριστείδης Μόσχος.

Ο δίσκος περιείχε 10 τραγούδια, 10 ξεχωριστές ιστορίες για τον πόνο του μετανάστη εργάτη/μητέρας/παιδιού, που περιγράφουν τη σκληρή καθημερινότητα και τη διάψευση της ελπίδας για μια καλύτερη ζωή.Ο δίσκος ‘Μετανάστες’ έκανε τεράστια εμπορική επιτυχία, ξεπερνώντας τις 50.000 πωλήσεις.

η μετανάστευση εκατομμυρίων Ελλήνων τις δεκαετίες 50 και 60

Τα τραγούδια παίζονταν κατά κόρον στο ραδιόφωνο τις δεκαετίες 70 και 80, γιατί άγγιζαν βαθιά την ψυχή της κοινωνίας, αφού κάθε οικογένεια είχε κάποιο μέλος της στη Γερμανία, την Αμερική ή την Αυστραλία.

Ο ακριβής αριθμός των Ελλήνων μεταναστών των δεκαετιών 50 και 60, δεν είναι εύκολο να διασταυρωθεί, όμως ενδεικτικά 2 εκατομμύρια μετανάστες από τη Βόρεια Ελλάδα αναζήτησαν μια καλύτερη τύχη, μόνο στην Γερμανία.

Αριστείδης Μόσχος Μετανάστες του Μαρκόπουλου

Σαντούρι έπαιξε ο μεγάλος δάσκαλος, Αριστείδης Μόσχος, ο οποίος ήταν ιδρυτής του Λαϊκού Σχολείου Παραδοσιακής Μουσικής, που λειτούργησε από το 1985 ως το 2004, απέναντι από το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Πηγή Youtube

Με ειδικές συμβάσεις, που κλείνονταν σε διακρατικό επίπεδο, ολόκληρες αποστολές στέλνονταν για να δουλέψουν στα ξένα εργοστάσια.

Το ελληνικό κράτος κατάφερνε να λύσει εν μέρει το πρόβλημα της ανεργίας, ενώ το κράτος που δεχόταν τους μετανάστες, σταθεροποιούσε τα μεροκάματα, κατά συνέπεια και τις πληθωριστικές τάσεις της εσωτερικής αγοράς.

Οι Έλληνες μετανάστες αντιμετώπισαν την εχθρότητα και τις προκαταλήψεις των ντόπιων ή των παλαιότερων μεταναστών και σε ορισμένες περιπτώσεις, ακόμη και βίαιες ενέργειες εναντίον τους, αφού θεωρούσαν τους νεοφερμένους ως υπεύθυνους για την μείωση των μισθών τους.

Οι 500.000 Έλληνες μετανάστες της δεκαετίας της κρίσης (2010-2020), όπως επίσης και τα κύματα κατατρεγμένων από τη Συρία και τις φτωχότερες χώρες, προς τις πιο ανεπτυγμένες οικονομίες της Δύσης, κάνουν ξανά επίκαιρες τις ιστορίες που διηγείται ο δίσκος.

Κάποιες από αυτές, περιγράφονται διεξοδικά:

ιστορίες μεταναστευτικής καθημερινότητας

Το τραγούδι Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΗ αναφέρεται στον εργασιακό εφιάλτη που ζουν οι μετανάστες. Η μη καταβολή των δεδουλευμένων τους είναι σύνηθες φαινόμενο, πολλοί εργοδότες τείνουν να εκμεταλλεύονται την έλλειψη χαρτιών και την άγνοια του νομικού πλαισίου.

Ο ήρωας του τραγουδιού ζήτησε τα χρήματα που δικαιούταν, πρώτα από τον εργοδότη που όμως δεν του άνοιξε την πόρτα και στη συνέχεια από τον επιστάτη. Τελικό αποτέλεσμα, ο εγκλεισμός του στη φυλακή.

Αλλιώς μου τά ‘παν στο χωριό
εγώ δεν ήθελα να ‘ρθώ
μου είπαν θα ‘βρω τον χρυσό
και βρήκα το φαρμάκι
(..)
Την άλλη μέρα στις οχτώ
πήγα να δω τ’ αφεντικό
μα δεν μου άνοιξε να μπω
κι είδα τον επιστάτη

Κι από τις πέντε το πρωί
με βάλανε μες στο κελί
Δευτέρα με Παρασκευή
δίπλα σ’ ενα παιδάκι

Στη ΦΑΜΠΡΙΚΑ, το πιο γνωστό ίσως τραγούδι του δίσκου, ο Λάκης Χαλκιάς αναφέρεται ξανά στη ζωή στο εργοστάσιο και κυρίως στην αλλοτρίωση του μετανάστη/εργάτη, που δε χάνει μόνο τη σύνδεσή του με το προϊόν της δουλειάς του, αλλά είναι ο ξένος που στη φάμπρικα χάνει οικογένεια, πατρίδα, ταυτότητα, αξιοπρέπεια και μετατρέπεται στο νούμερο 8.

Δουλεύω μπρος στη μηχανή
στη βάρδια δύο δέκα
κι από την πρώτη τη στιγμή
μου στείλανε τον ελεγκτή
να μου πετάξει στο αυτί
δυο λόγια νέτα σκέτα

Άκουσε φίλε εμιγκρέ
ο χρόνος είναι χρήμα
με τους εργάτες μη μιλάς
την ώρα σου να την κρατάς
το γιο σου μην το λησμονάς
πεινάει κι είναι κρίμα

Κι εκεί στο πόστο μου σκυφτός
ξεχνάω τη μιλιά μου
είμαι το νούμερο οχτώ
με ξέρουν όλοι με αυτό
κι εγώ κρατάω μυστικό
ποιο είναι τ’ όνομά μου

Στην επόμενη ιστορία, ΜΙΛΩ ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΟΥ, η Βίκυ Μοσχολιού έδωσε ρεσιτάλ ερμηνείας. Η μάνα μετανάστρια, λιώνει στη σκέψη των παιδιών της και κλαίει που χάνει το μεγάλωμά τους.

Μιλώ για τα παιδιά μου και ιδρώνω
έχω ένα χρόνο να τα δω και λιώνω.
Μου γράφει η γιαγιά τους πως ρωτάνε
τα τρένα που `ναι στο σταθμό πού πάνε.

«Αδύνατος» μου γράφει ο Στελάκης
«έχει ανάγκη θάλασσας ο Τάκης
αρχίζει το σχολείο η Μαρίνα
θέλει να γίνει κάποτε γιατρίνα».

Μιλώ για τα παιδιά μου και ιδρώνω
έχω ένα χρόνο να τα δω και λιώνω.
Αγόρασα λαχείο στ’ όνομά τους
αχ να κερδίσω να σταθώ σιμά τους

Το ΚΛΕΙΣΕ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ με τη φωνή της Μοσχολιού μιλά για το γονιό που βλέπει να φεύγει το παιδί του. Δε θέλει να πει κουβέντα, θέλει μόνο να ξαπλώσει και να κλάψει. Μεγάλωσε με στερήσεις και όνειρα ένα παιδί, που τώρα φεύγει μακριά.

Κλείσε τα μάτια, κλείσε τα μάτια,
κλείσε τα μάτια και γείρε στην άκρη,
μη μου μιλήσεις, μη μου μιλήσεις, μονάχα κοιμήσου
είμαι κοντά σου, είμαι κοντά σου, είμαι μαζί σου.

Φεύγει το παιδί, πάει τ’ αγοράκι,
νύχτα για δυο, νύχτα φαρμάκι,
φεύγει το παιδί, πάει τ’ αγοράκι,
νύχτα για δυο, νύχτα φαρμάκι.