Διαβάζεται σε 3′

Ρόζα Λούξεμπουργκ

Ρόζα Λούξεμπουργκ:

επαναστάτρια ως το τέλος

Η ζωή, το έργο και η δολοφονία της κόκκινης Ρόζας, που έγινε συνώνυμο της
ανιδιοτέλειας και της αυτοθυσίας.

Οι αρχές του 20 ου αιώνα υπήρξαν μια συγκλονιστική ιστορική περίοδος. Οι
εκατόμβες του 1 ου Παγκοσμίου Πολέμου και η πρωτόγνωρη συσσώρευση πλούτου,
αποτέλεσμα της έκρηξης της βιομηχανικής επανάστασης, βάδιζαν χέρι χέρι με την
όξυνση των ανισοτήτων και τα οράματα νέων επαναστατικών ιδεών, που δεν είχαν
ακόμα φθαρεί και που φάνταζαν σαν ιστορική νομοτέλεια. Στα κρίσιμα εκείνα
χρόνια, αναδείχτηκαν προσωπικότητες που συμμετείχαν στις εξελίξεις, ανάμεσά
τους όμως υπήρξαν και εκείνοι που όρισαν τον ίδιο τον τρόπο με τον οποίο
γράφτηκε η ιστορία. Η κόκκινη Ρόζα έγινε το σύμβολο των καταπιεσμένων στη
Γερμανία και στον υπόλοιπο κόσμο, όχι τόσο για την τεράστια θεωρητική
συνεισφορά της στην μαρξιστική κοσμοθεωρία αλλά γιατί υπήρξε το πιο γνήσιο
επαναστατικό πνεύμα της εποχής της.

Η Ρόζα Λούξεμπουργκ γεννήθηκε στο Ζάνος της σημερινής Πολωνίας (τότε υπό
ρωσική κατοχή) στις 5 Μαρτίου του 1871, λίγες μόλις μέρες πριν την Παρισινή
Κομμούνα. Ήταν το πέμπτο και νεότερο παιδί μιας παραδοσιακής εβραϊκής
οικογένειας, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί μεσοαστική. Από τον έμπορο
ξυλείας πατέρα της, Ελίας Λούξεμπουργκ, γνώρισε τις προοδευτικές ιδέες που
κυριαρχούσαν στο τέλος του 19 ου αιώνα. Η μητέρα της, Λιν Λόβενστάϊν, αν και βαθιά
θρησκευόμενη, κληροδότησε στην εκ φύσεως άθεη Ρόζα την αγάπη της για τη μελέτη
και την πειθαρχία στην πνευματική εργασία. Στο σπίτι των Λούξεμπουργκ μιλούσαν
τρεις γλώσσες, Πολωνικά, Γερμανικά, Εβραϊκά (Γίντις), ενώ η Ρόζα ξεκίνησε να
μαθαίνει ρωσικά σε μικρή ηλικία.

Ένα κορίτσι διαφορετικό από τα άλλα

Σε ηλικία μόλις 5 ετών, βρέθηκε να υποφέρει από μια πάθηση στο ισχύο, που την
άφησε ένα χρόνο στο κρεβάτι, έχοντας το δεξί της πόδι σε νάρθηκα. Όταν τον
αφαίρεσε, αποκαλύφθηκε ότι το ένα πόδι της ήταν λίγο κοντύτερο από το άλλο,
αναγκάζοντάς την να κουτσαίνει ελαφρά για την υπόλοιπη ζωή της. Η μικρή αυτή
αναπηρία, επέδρασε αδιαμφισβήτητα στην ψυχολογία της μικρής Ρόζας, χωρίς όμως
να την οδηγήσει στην παραίτηση. Το 1880 η οικογένειά της μετακόμισε στη
Βαρσοβία και η Ρόζα παρακολουθούσε μαθήματα στο 2 ο Γυμνάσιο Θηλέων της
πόλης. Στα δεκαέξι της οργανώθηκε πολιτικά, στο αριστερό επαναστατικό κόμμα
‘Προλεταριάτο’.

Το ‘Προλεταριάτο’ ήταν ένα κόμμα που είχε ιδρυθεί το 1882 και που μιλούσε στο
όνομα του επαναστατικού σοσιαλισμού, οργανώνοντας μαζικές κινητοποιήσεις και
εργατικές απεργίες. Το 1886 το κόμμα αποδιοργανώθηκε, μετά την εκτέλεση

τεσσάρων ηγετικών του στελεχών και τη φυλάκιση άλλων εικοσιτριών. Κατά τη
διάρκεια του κυνηγητού που εξαπέλυσε η πολωνική αστυνομία, εξαρθρώθηκαν οι
περισσότεροι πυρήνες μελών, εκτός από ελάχιστους. Σε έναν από αυτούς
οργανώθηκε το 1887 η έφηβη Ρόζα.

εξόριστη στη Γενεύη: έρωτας κι επανάσταση

Το 1889 οι πολωνικές μυστικές υπηρεσίες είχαν λάβει γνώση της δράσης της
Λούξεμπουργκ, αναγκάζοντάς την να εγκαταλείψει την πατρίδα της και να
εγκατασταθεί στη Ζυρίχη της Ελβετίας, όπου τότε ήταν εγκατεστημένοι οι
σημαντικότεροι εξόριστοι εκπρόσωποι των επαναστατικών ιδεών σε Πολωνία και
Ρωσία. Μάλιστα ήταν συμφοιτήτρια με τον ευρυμαθή μετέπειτα πρώτο Κομισάριο
Παιδείας της Σοβιετικής Ένωσης, Ανατόλι Λουνατσάρσκι. Σπούδασε οικονομικά,
όμως γρήγορα αποκαλύφθηκαν στους επαναστατικούς κύκλους τα μεγάλα ταλέντα
της στην πολιτική ανάλυση και τη ρητορική, που την ανέδειξαν ως την ηγετική
φυσιογνωμία του ‘Προλεταριάτου’. Άλλωστε μόνη της έγραφε σχεδόν όλα τα άρθρα
της εφημερίδας του κόμματος, ‘Σπράβα Ρομπότνιτζα’ (Εργατική Υπόθεση), που είχε
ιδρύσει μαζί με τον Λεό Γιόγκιχες και τον Τζούλιους Μαρτσλέβσκι, το 1893.
Η σχέση της με τον συμφοιτητή της και συνιδρυτή της ‘Σπράβα Ρομπότνιτζα’, Λεό
Γιόγκιχες, Λιθουανό εβραϊκής καταγωγής, είχε ξεκινήσει ήδη από το 1891.
Αγαπήθηκαν παράφορα αλλά συνεργάστηκαν και πολιτικά, τόσο στην έκδοση της
‘Σπράβα Ρομπότνιτζα’, όσο και στην ίδρυση του Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος
Πολωνίας και Λιθουανίας το 1894, που ουσιαστικά προέκυψε από την μετονομασία
του κόμματος ‘Προλεταριάτο’. Η ‘κόκκινη Ρόζα’, όπως είχε αρχίσει ήδη να αποκτά
παγκόσμια φήμη, ήταν μια γυναίκα που παθιαζόταν, ερωτευόταν και δινόταν με όλο
το είναι της σε αυτό που θεωρούσε άξιο αφοσίωσης. Ήταν απρόσμενα χειραφετημένη
γυναίκα για την εποχή της, ίσως ακόμα και για τη σύγχρονη εποχή, αξιώνοντας
ελευθερία και ισότητα σε κάθε προσωπική στιγμή της.

για το εθνικό ζήτημα

Το 1893 εκπροσώπησε το κόμμα στο 3 ο συνέδριο της Β’ διεθνούς. Εκεί
συγκρούστηκε ανοιχτά με την ηγεσία του πολωνικού σοσιαλιστικού κόμματος (PPS),
που επειδή ήταν επιρρεπές στις εθνικιστικές παρεκκλίσεις, όπως πίστευε η
Λούξεμπουργκ, αγωνιζόταν κύρια για την ανεξαρτητοποίηση από τη ρωσική κατοχή,
υποβαθμίζοντας την επικράτηση της σοσιαλιστικής επανάστασης. Το εθνικό ζήτημα
αποτελούσε το πιο φλέγον διεθνές θέμα στα τέλη του 19 ου αιώνα, όταν μια σειρά
εθνικοαστικών επαναστάσεων άλλαζαν τον παγκόσμιο χάρτη, με την ίδρυση νέων
εθνικών κρατών. Το αίτημα για την ανεξαρτησία της Πολωνίας είχε ρίζες ακόμα και
στα γραπτά του ίδιου του Μαρξ και του Ένγκελς, η διαφωνία της Ρόζας με τον ίδιο
τον ιδρυτή του μαρξισμού έκανε αίσθηση στους επαναστατικούς κύκλους και δεν
ήταν μια ‘ανώδυνη’ στιγμή της πολιτικής ζωής της, αφού ο ίδιος ο Βίλχελμ Λίμπνεχτ,
με το κύρος που αντλούσε από την στενή πολιτική και φιλική σχέση με τον Μαρξ,

κατηγόρησε τη Ρόζα για κατασκοπεία υπέρ της τσαρικής Ρωσίας. Η διαφωνία αυτή
έμελλε να επαναληφθεί και στο μέλλον, με τον Λένιν.

στη Γερμανία, στην καρδιά των γεγονότων

Η κόκκινη Ρόζα είχε εκ φύσεως την τάση να βρίσκεται στο επίκεντρο των εξελίξεων,
κάτι που την οδήγησε στη Γερμανία, το 1898. Η μεγάλη αυτή χώρα των
πενηνταπέντε εκατομμυρίων κατοίκων, με την αλματώδη ανάπτυξη που προσέφερε
το ταχύτατα αναπτυσσόμενο σιδηροδρομικό δίκτυο και τις πολιτικές ευκαιρίες που
αναδεικνύονταν από το μαζικό βιομηχανικό προλεταριάτο – βάση της επανάστασης
της εργατικής τάξης κατά την μαρξιστική θεώρηση -, φάνταζε για τη Ρόζα σαν ο
αναπόφευκτος νέος σταθμός για τη δράση της. Παντρεύτηκε τον Γκουστάβ Λίμπεκ,
γιο φίλων της, με αποκλειστικό σκοπό να αποκτήσει πολιτικά δικαιώματα στη
Γερμανία. Το ζευγάρι δεν έζησε ποτέ μαζί, μάλιστα πήραν διαζύγιο το 1903. Ο γάμος
εκείνος όμως, της επέτρεψε την εισχώρηση στο Γερμανικό σοσιαλδημοκρατικό
κόμμα (SPD), το μεγαλύτερο κόμμα της Β’ Διεθνούς.
Εμπλάκηκε αμέσως στα πολιτικά πράγματα της Γερμανίας, γράφοντας πυρετωδώς
άρθρα για δεκάδες εφημερίδες, κάποιες από τις οποίες μάλιστα εξέδιδε η ίδια. Τα
γραπτά της ήταν περιζήτητα από εχθρούς και φίλους, γιατί κατά γενική ομολογία,
διεύρυναν τον πνευματικό ορίζοντα των αναγνωστών και την κατανόησή τους σε
δύσκολα ζητήματα. Ήταν κεντρική ομιλήτρια σε εκατοντάδες μαζικές συγκεντρώσεις
και έφερνε σε πέρας οποιοδήποτε καθήκον της ζητούσε το κόμμα, κερδίζοντας την
καθολική αναγνώριση και αποδοχή, ακόμα και από τα παλαιότερα στελέχη με τα
οποία είχε συγκρουστεί στο παρελθόν.

στην επαναστατική πτέρυγα του SPD

Ήταν τα χρόνια που το ιστορικό Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα της Γερμανίας έρεπε
προς τον ενδοτισμό, σύμφωνα με την επαναστατική πτέρυγα του κόμματος, στην
οποία συμμετείχε εξ’ αρχής η Ρόζα Λούξεμπουργκ. Μέσα και από τις σελίδες της
εφημερίδας ‘Die Neue Zeit’ (Η Νέα Εποχή), της σημαντικότερης μαρξιστικής
έκδοσης της περιόδου, δεν έχανε ευκαιρία να επιτίθεται στη ρεβιζιονιστική πτέρυγα
(η πτέρυγα του κόμματος που θεωρούσε ότι αρκούσε ο κοινοβουλευτισμός και η
συμμετοχή στα σωματεία για να επέλθει ο σοσιαλισμός), που είχε σαν ηγετικό της
στέλεχος τον Έντουαρντ Μπερνστάϊν, παλιό μαθητή του Έγκελς και επιφανή
οικονομολόγο.
Τα χρόνια μετά την οικονομική κρίση του 1873, ήταν χρόνια ευημερίας για τους
γερμανούς. Το γερμανικό προλεταριάτο είχε βελτιώσει θεαματικά το επίπεδο ζωής
του, λόγω βέβαια και της αποικιοκρατικής πολιτικής της, που την είχε αναδείξει ως 3 η
παγκόσμια δύναμη, μετά τη Βρετανική αυτοκρατορία και τη Γαλλία. Το SPD είχε
γίνει ένα κοινοβουλευτικό κόμμα, που υποτιμούσε, κατά την άποψη της Ρόζας, την
επαναστατική δράση. Όταν ο Μπερνστάϊν ξεκίνησε να στέλνει μαζικά άρθρα στη
‘Die Neue Zeit’, με τίτλο ‘Τα προβλήματα του σοσιαλισμού’, η Ρόζα απάντησε με τη
διάσημη μπροσούρα της, ‘Μεταρρύθμιση ή Επανάσταση᾿, το 1899. Η ιδεολογική της

προσέγγιση ήταν ότι η εργατική τάξη και η αστική τάξη δεν ήταν δυνατό να
συνεργαστούν, γιατί έχουν εκ διαμέτρου αντίθετα συμφέροντα.
Σύμμαχος της Ρόζας στην πολιτική διαμάχη με τους ρεβιζιονιστές, αρχικά, ήταν και
ο ηγέτης του SPD, Καρλ Κάουτσκι. Ο Κάουτσκι θεωρούταν η 2η μεγαλύτερη διάνοια
του μαρξισμού, μετά τον ίδιο τον Μαρξ. Η πολιτική σχέση του με τη Ρόζα ήταν
γενικά τρικυμιώδης, αυτό όμως δεν εμπόδιζε την Λούξεμπουργκ να εκτιμά τη σκέψη
και το έργο του, ούτε φυσικά αποτέλεσε εμπόδιο στην στενή προσωπική φιλία που
ένωνε τη Ρόζα με την οικογένεια Κάουτσκι – και ιδιαίτερα με τη σύζυγο του Καρλ,
Λουίζ.

αγώνας για τη γυναικεία χειραφέτηση

Η Ρόζα Λούξεμπουργκ ήταν ένας εξωστρεφής άνθρωπος, που απολάμβανε κάθε
λεπτό της ζωής της, αδυνατώντας να παραμελήσει την ανθρώπινη πλευρά της. Οι
φιλίες της ήταν στενές, οι έρωτές της αντισυμβατικοί και παθιασμένοι. Γνωστή είναι
η πολύ στενή προσωπική και πολιτική σχέση της με την Κλάρα Τσέτκιν, που δεν
επηρεάστηκε ούτε από την ερωτική σχέση της Ρόζας με τον γιο της Κλάρας Τσέτκιν,
Κόστια. Οι δυο γυναίκες και συντρόφισσες στο SPD πάλευαν σαν μία, όχι μόνο
ενάντια στον γερμανικό καπιταλισμό αλλά και ενάντια στην πατριαρχία. Η Ρόζα
έβλεπε πάντα τη γυναικεία χειραφέτηση ως βασικό εργαλείο για την επανάσταση,
διαφωνούσε όμως με την «αστική» φεμινιστική θεώρηση των σουφραζετών, στην
οποία αντιπαρέβαλε τη μαρξιστική υλιστική φεμινιστική θεώρηση.

Ρόζα –Λένιν: αμοιβαία εκτίμηση και διαφωνίες

Το 1903, ξεκίνησαν οι σημαντικές διαφωνίες της με τον Λένιν, τον οποίον εκτιμούσε
βαθιά. Όπως συνήθιζε να λέει: «Απολαμβάνω να μιλάω μαζί του, είναι φιλοσοφημένος
και καλλιεργημένος, έχει αυτή την άσχημη φάτσα που μου αρέσει…» Αυτό βέβαια δεν
την εμπόδιζε από το να τον κατηγορεί ότι «δεν θέλει να εφαρμόσει τη δικτατορία του
προλεταριάτου αλλά τη δικτατορία επί του προλεταριάτου». Ο Λένιν είχε
αποκρυσταλλώσει την άποψή του για το επαναστατικό κόμμα που θα έφερνε σε
πέρας τα επαναστατικά καθήκοντα, έναν σφιχτό πειθαρχημένο κόμμα. Η Ρόζα
θεωρούσε ότι το είδος του μηχανισμού που θα οργάνωνε την επανάσταση, θα
προέκυπτε φυσιολογικά από την ίδια την επαναστατική διαδικασία.
Στο μεταξύ, οι πολιτικοί της αντίπαλοι έψαχναν αφορμή για να καταπνίξουν τη φωνή
της. Έτσι το 1904, με αφορμή μια σύγκριση του επιπέδου ζωής του Κάϊζερ
Γουλιέλμου του Β’ και της εργατικής τάξης, καταδικάστηκε σε 3μηνη φυλάκιση,
αλλά αποφυλακίστηκε εκτίοντας ποινή ενός μήνα.

ρωσική επανάσταση του 1905 και ‘διαρκής επανάσταση’

Οι διαφωνίες της Ρόζας με τον Λένιν κορυφώθηκαν μετά την αποτυχημένη αστική
επανάσταση του 1905 στη Ρωσία. Τότε ήταν που η Λούξεμπουργκ διατύπωσε για
πρώτη φορά τη θεωρία της ‘διαρκούς επανάστασης’, ότι δηλαδή οι Ρώσοι εργάτες
είτε θα συνέχιζαν την επαναστατική διαδικασία πέρα από τις αστικές διεκδικήσεις

εγκαθιστώντας εργατική δημοκρατία, είτε η επανάσταση θα αποτύγχανε. Δικαιώθηκε,
από την οπτική της ολοκλήρωσης εκείνης της διαδικασίας, με την επανάσταση του
1917.
Την ίδια θεωρία, χωρίς καμιά συνεννόηση μαζί της, διατύπωσε και ο Τρότσκι.
Μάλιστα, ο Στάλιν κατά τη διάρκεια της απόλυτης εξουσίας του, είχε απαγορεύσει
κάθε αναφορά στην «κόκκινη Ρόζα», καθώς και την έκδοση πολλών βιβλίων της, των
‘Απάντων’ συμπεριλαμβανομένων, κατηγορώντας την για δήθεν τροτσκιστικές
παρεκκλίσεις.

Θεωρητική δουλειά και φυλακίσεις

Το βιβλίο της Λούξεμπουργκ ‘Γενική απεργία – Το κόμμα και τα συνδικάτα’
γράφτηκε και εκδόθηκε το 1906 και ήταν μια πολεμική ενάντια στους
συνδικαλιστικούς τακτικισμούς και την απόλυτη προσήλωση πολλών
σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων (τα διάφορα σοσιαλιστικά και επαναστατικά
ρεύματα ήταν ακόμη ενωμένα στα κόμματα της σοσιαλδημοκρατίας, της λεγόμενης
Β’ Διεθνούς) στις εκλογές και την κοινοβουλευτική δράση. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ
θεωρούσε τη γενική απεργία ως το βασικό μοχλό πίεσης της εργατικής τάξης και
ανώτατο επίπεδο ταξικής συνειδητοποίησης, ένα βήμα πριν την επανάσταση.
Αφοσιωμένη στις ιδέες της για κοινωνικό μετασχηματισμό, ήταν αδύνατο να μην
επιχειρήσει να συμμετέχει ενεργά στα γεγονότα στη Ρωσία. Παρά την κακή
κατάσταση της υγείας της, ταξίδεψε στη ρωσική Πολωνία, χρησιμοποιώντας το
ψεύτικο όνομα ‘Άννα Μάτσκε’. Εκεί πήρε μέρος σε άπειρες μυστικές και παράνομες
εργατικές συναντήσεις, μαζί με τον πάντα αγαπημένο της, Λεό Γιόγκιχες. Μάλιστα,
συνελήφθησαν μαζί, το σαβατόβραδο της 4 ης Μάρτη του 1906. Τις πρώτες μέρες
εγκλεισμού, τις πέρασε στο δημαρχείο της Βαρσοβίας, στο ίδιο κελί με άλλους
δεκατρείς πολιτικούς κρατούμενους. Η στωικότητα με την οποία άντεχε τις κακουχίες
και επέμενε στις ιδέες της, αποκαλύπτεται στο παρακάτω γράμμα της 13 ης Μάρτη,
προς τον Καρλ και τη Λουίζ Κάουτσκι:
«Είμαι κλεισμένη στο δημαρχείο, μαζί με ποινικούς και ψυχικά άρρωστους. Το κελί μου
είναι ένα πραγματικό κόσμημα, παρόλο που ενώ είναι φτιαγμένο για ένα άτομο,
χωράμε 14 πολιτικοί κρατούμενοι (…) Παρά τις αναποδιές, η δουλειά εδώ πήγε
υπέροχα, θα είναι μοντέλο για το μέλλον στην υπόλοιπη Ρωσία…»
Στη συνέχεια, μεταφέρθηκε στο φρούριο της πόλης, στο ίδιο κελί στο οποίο στις 28
Ιανουαρίου του 1886 είχαν κρεμαστεί οι ηγέτες της οργάνωσης ‘Προλεταριάτο’.
Αποφυλακίστηκε αφού πρωτύτερα οι συγγενείς και φίλοι της είχαν δωροδοκήσει τους
φρουρούς, κάτι που έκανε έξαλλη τη Ρόζα, όταν το έμαθε. Τελικά, στις 13 Σεπτέμβρη
του ίδιου χρόνου, επέστρεψε στο Βερολίνο, όπου ξαναπιάστηκε από τη γερμανική
μυστική αστυνομία και φυλακίστηκε για άλλους δύο μήνες.

σύγκρουση με δεξιά πτέρυγα SPD και Κάουτσκι

Οι διαφωνίες της με τη δεξιά πτέρυγα του SPD ολοένα κλιμακώνονταν. Η Ρόζα
Λούξεμπουργκ διέβλεπε την εξέλιξη που θα έπαιρνε ο ανταγωνισμός και η κρίση στις
σχέσεις μεταξύ των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Φοβόταν ότι η στρατηγική που
ακολουθούσε η ηγεσία των Κάουτσκι – Μπέμπελ, στην πραγματικότητα οδηγούσε το
κόμμα σε αδιέξοδο. Εκείνη την περίοδο, το SPD ήταν χωρισμένο σε τρεις βασικές
πτέρυγες: τη δεξιά, που μάλλον ενέκριναν την επίσημη κρατική πολιτική απέναντι
στις ανταγωνιστικές δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία), το κέντρο, που αποτελούταν
από την ηγεσία του κόμματος και εκφραζόταν επίσημα από τον ίδιο τον Κάουτσκι και
την αριστερή, που μιλούσε στο όνομα της επανάστασης, με κύρια εκφράστρια τη
Λούξεμπουργκ. Η Ρόζα συγκρούστηκε έντονα και με τον Κάουτσκι, θεωρώντας ότι
είχε υποχωρήσει από τις επαναστατικές του ρίζες.
Κατά την ομιλία της στο συνέδριο της 2 ης διεθνούς στη Στουτγκάρδη, το 1907,
εκπροσωπώντας το πολωνικό και το ρωσικό κόμμα, ανέπτυξε την επαναστατική
στρατηγική ενάντια στον ιμπεριαλισμό και τον μιλιταρισμό, προκαλώντας την οργή
της δεξιάς πτέρυγας του γερμανικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος. Στην
πραγματικότητα, από το 1905 ως το 1910, αποκρυσταλλώθηκαν οι πολιτικές επιλογές
των βασικών ιδεολογικών ρευμάτων που συγκροτούσαν την τότε σοσιαλδημοκρατία
και που οδήγησαν στις κοσμογονικές εξελίξεις της επόμενης δεκαετίας.
Το 1913, η Ρόζα Λούξεμπουργκ ολοκλήρωσε τη συγγραφή του σημαντικότερου,
κατά κοινή ομολογία, μαρξιστικού έργου, μετά από το ‘ΚΕΦΑΛΑΙΟ’ του ίδιου του
Μάρξ : ‘Η συσσώρευση του κεφαλαίου, μια συμβολή στην οικονομική εξήγηση του
ιμπεριαλισμού’ . Στο έργο αυτό, αποδεικνύει ότι η επέκταση του κεφαλαίου
(ιμπεριαλισμός) είναι πρωτεύουσας σημασίας στη διατήρηση της ισορροπίας του
καπιταλιστικού συστήματος.

1 ος παγκόσμιος πόλεμος και σοσιαλδημοκρατία

Το 1914, ήχησαν οι σειρήνες του 1 ου Π.Π., επιβεβαιώνοντας τις αναλύσεις αλλά και
τους φόβους της Ρόζας. Στις 3 Αυγούστου του ίδιου έτους, οι 111 βουλευτές του
Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος υπερψήφισαν τον πολεμικό προϋπολογισμό του
Κάϊζερ, παρά τις ενστάσεις δεκαπέντε βουλευτών, που κάμφθηκαν όμως στο όνομα
της κομματικής πειθαρχίας.
Η Ρόζα και η Κλάρα Τσέτκιν είχαν φτάσει σε απόγνωση, νιώθοντας προδομένες από
το κόμμα στο οποίο είχαν δώσει όλη τους τη δημιουργική πνοή. Η προσπάθεια που
είχαν κάνει στις 2 και 3 Αυγούστου, για να επικοινωνήσουν με μέλη και στελέχη του
κόμματος που θεωρούσαν ιδεολογικά συγγενείς και να οργανωθεί μια σύσκεψη που
θα αντιπάλευε την επίμαχη απόφαση της κοινοβουλευτικής ομάδας του SPD, απέτυχε
οικτρά. Η απογοήτευσή τους ήταν τέτοια, που φλέρταραν ακόμα και με την
αυτοκτονία. Αφού ξεπέρασαν το σοκ, έπεσαν με τα μούτρα στη δουλειά: Την ίδια
κιόλας μέρα, μια ομάδα μελών και στελεχών με προεξέχοντες τη Ρόζα
Λούξεμπουργκ, τον Καρλ Λίμπνεχτ, τον Φραντζ Μέρινγκ και την Κλάρα Τσέτκιν,
συγκεντρώθηκαν στο διαμέρισμα της Ρόζας, όπου έβαλαν τα θεμέλια για τη

δημιουργία της πολιτικής οργάνωσης των Σπαρτακιστών, κόβοντας γέφυρες από το
Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα.

Αντιπολεμικό κίνημα και άνοδος Σπαρτακιστών

Από τη φρίκη του πολέμου δημιουργήθηκε ισχυρό αντιπολεμικό κίνημα, στο οποίο
οι ιδέες των Σπαρτακιστών έπαιζαν κομβικό ρόλο. Η μπροσούρα που είχε γράψει ο
Λίμπνεχτ με τίτλο ‘Ο εχθρός είναι στην πατρίδα’ είχε μαζική απήχηση. Την 1 η
Δεκέμβρη του 1915, άλλοι δεκαπέντε βουλευτές ψήφισαν κατά του γερμανικού
πολεμικού προϋπολογισμού. Το αντιπολεμικό κίνημα στη Γερμανία γινόταν ολοένα
και πιο επικίνδυνο, έτσι η Ρόζα φυλακίστηκε για ακόμα μια φορά. Ατρόμητη ακόμα
και στο να δείξει ότι φοβάται, έγραφε με μια δόση ειρωνίας στην φίλη της, Ματίλντα
Γιάκομπ: «Μη νομίζεις ότι έκανα επίδειξη γενναιότητας και ηρωισμού, δεν μπορούσα
να κρύψω τα δάκρυά μου (…) Το χειρότερο ήταν ότι το βράδι ήμουν αναγκασμένη να
κοιμηθώ χωρίς νυχτικό και χωρίς να χτενίσω τα μαλλιά μου».
Εκείνη την περίοδο γράφτηκε η θρυλική μπροσούρα με τίτλο ‘Η κρίση της
γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας’. Αποφυλακίστηκε τον Φλεβάρη του 1916 και
ρίχτηκε αμέσως στον αγώνα για την απελευθέρωση των υπολοίπων περισσοτέρων
στελεχών των Σπαρτακιστών, που παρέμεναν στη φυλακή. Η πρωτομαγιά του 1916
στο Βερολίνο σημαδεύτηκε από μια μαζική αντιπολεμική συγκέντρωση δέκα
χιλιάδων ατόμων στην Ποτσντάμερ Πλατς, κατά την οποία ο προγραμματισμένος
ομιλητής, Καρλ Λίμπνεχτ, συνελήφθη λίγο πριν εκφωνήσει το λόγο του. Η
βουλευτική του ασυλία άρθηκε με τη συναίνεση και του σοσιαλδημοκρατικού
κόμματος, κάτι που οδήγησε την εξοργισμένη Ρόζα να γράψει μια πολεμική, όπου
χαρακτήριζε «πολιτικά σκυλιά» τα ηγετικά στελέχη του SPD. Όλα αυτά της
στοίχισαν μια ακόμη φυλάκιση, στις 10 Ιουλίου του 1916.
Μέσα από την παράνομη εφημερίδα που εξέδιδαν και στην οποία η Ρόζα
Λούξεμπουργκ είχε αποφασιστικό ρόλο, τα ‘Γράμματα από τον Σπάρτακο’
(Spartakusbriefe), η οργάνωση επιχειρούσε να μιμηθεί τους μπολσεβίκους, που την
ίδια εποχή στη Ρωσία κατάφεραν με επιτυχία να μετατρέψουν τον εθνικό πόλεμο σε
ταξικό εμφύλιο.

Ρόζα και ρωσική επανάσταση του 1917

Όταν ξέσπασε η ρωσική επανάσταση, η Λούξεμπουργκ δεν μπορούσε να κρύψει τον
ενθουσιασμό της, παρά τις αρκετές διαφωνίες που είχε με τους μπολσεβίκους.
Διαφώνησε με τον Λένιν στο κλείσιμο της Δούμας (βουλής), στις 18 Γενάρη του
1918, συντασσόμενη με τον Μαξίμ Γκόρκι που δημοσίευσε δριμύ κατηγορητήριο
κατά των μπολσεβίκων. Στο βιβλίο της ‘Ρωσική Επανάσταση’ γράφει: «Με την
καταστολή κάθε διαφορετικής άποψης, χωρίς γενικές εκλογές, χωρίς ελευθερία του
τύπου και σεβασμό της διαφορετικής άποψης, η γραφειοκρατία παραμένει το μόνο
ζωντανό στοιχείο (…) Έτσι καταλήγουμε σε μια δικτατορία, όχι όμως του
προλεταριάτου αλλά μιας χούφτας πολιτικών ηγετών, μια δικτατορία αστικού τύπου».

Σκληρή κριτική επεφύλαξε και για την υπογραφή της συνθήκης ειρήνης του Μπρεστ
Λιτόβσκ, που υπογράφηκε ανάμεσα στην Σοβιετική Ένωση και την Γερμανία. Την
ώρα που ο σοβιετικός στρατός κατέρρεε, ο Τρότσκι σε στενή συνεργασία με τον
Λένιν, υπέγραψε μια ταπεινωτική για τους μπολσεβίκους συνθήκη ειρήνης, με την
οποία παραχωρούνταν στους Γερμανούς η Ουκρανία, η Φινλανδία, οι χώρες της
Βαλτικής, ο Καύκασος και η Πολωνία, κερδίζοντας ως αντάλλαγμα την επιβίωση του
σοβιετικού καθεστώτος (ο γερμανικός στρατός βρισκόταν μια ανάσα από την
κατάληψη της Πετρούπολης). Η «κόκκινη Ρόζα» θεωρούσε ότι το γερμανικό
προλεταριάτο ήταν ο μεγάλος ηττημένος από την υπογραφή της συνθήκης, αφού οι
μαζικές προσεδαφίσεις από τον Κάϊζερ θα αύξαναν το γόητρο του γερμανικού
ιμπεριαλισμού, μειώνοντας ταυτόχρονα τις προοπτικές επανάστασης στο εσωτερικό
της χώρας. Διαφωνούσε μάλιστα στο ζήτημα αυτό ακόμα και με τον Λίμπνεχτ, ο
οποίος θεωρούσε ότι η συμφωνία έδινε ούριο άνεμο στα πανιά των γερμανών
εργατών που ήταν έτοιμοι να επιχειρήσουν τη δική τους επανάσταση.
Παρά την κριτική της στάση στις μεθόδους του Λένιν και των μπολσεβίκων, στήριζε
απερίφραστα την επανάσταση και θεωρούσε ότι αυτό ήταν το καθήκον κάθε
αφοσιωμένου επαναστάτη στον κόσμο.

Γερμανία: η αποτυχημένη επανάσταση του 1918

Στις 24 Αυγούστου του 1918, εξεγέρθηκαν οι Γερμανοί ναύτες στο Κίελο,
αντιδρώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο στην προωθούμενη από τους γερμανούς
ναυάρχους Φραντς φον Χίπερ και Ράινχαρντ Σιρ, τελευταία ναυμαχία με το Βασιλικό
Ναυτικό, στη Βόρεια Θάλασσα. Επρόκειτο για μια αυτοκτονική ενέργεια, που
αποσκοπούσε στο να θέσει η Γερμανία –αν έβγαινε φυσικά νικήτρια, κάτι μάλλον
απίθανο- τους όρους της στην επιχειρούμενη ειρήνευση με τις Η.Π.Α. Ο Λίμπνεχτ,
έχοντας αποφυλακιστεί μόλις μία μέρα πριν, σκαρφάλωσε σε ένα μπαλκόνι του
αυτοκρατορικού παλατιού και κήρυξε την επανάσταση, που έμεινε στην ιστορία ως η
αποτυχημένη γερμανική επανάσταση του 1918.
Η Ρόζα Λούξεμπουργκ αποφυλακίστηκε από τους επαναστατημένους συντρόφους
της στις 8 Νοέμβρη του 1918, στο Μπρεσλάου. Αμέσως πήγε στο Βερολίνο, όπου
χτυπούσε η καρδιά του επαναστατημένου προλεταριάτου. Το φοβερό δίλημμα για
τους Σπαρτακιστές είχε ήδη μπει από τις εξελίξεις: Θα επιχειρούσαν την
πραξικοπηματική κατάληψη της εξουσίας, μπολσεβίκικου τύπου ή θα ακολουθούσαν
την κοινοβουλευτική οδό, παίρνοντας μέρος στις εκλογές που οργάνωνε η
σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση συνασπισμού του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος
(SPD) και του Ανεξάρτητου Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (USPD);
H άποψη της κόκκινης Ρόζας έκλινε προς την κοινοβουλευτική οδό, όχι γιατί είχε
αυταπάτες για επικράτηση του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας στις εκλογές –
οι Σπαρτακιστές είχαν μετονομαστεί σε ΚΚΓ κατά τη διάρκεια τoυ συνεδρίου τους
στις 30 Δεκέμβρη του 1918 – αλλά γιατί θεωρούσε ανέφικτη την επικράτηση στους
δρόμους. Πίστευε ότι οι τεράστιες κινητοποιήσεις των γερμανών δεν αποτελούσαν

εγγύηση για την τελική νίκη των επαναστατικών ιδεών, ενώ την προβλημάτιζε βαθιά
η έλλειψη οργανωτικότητας και καθαρής ματιάς στα γεγονότα, εκ μέρους των
ηγετικών στελεχών του κόμματος. Παρ’όλα αυτά, μειοψήφισε και επιλέχθηκε η
κατάληψη της εξουσίας στους δρόμους.

Ρόζα και Λίμπνεχτ στο έλεος των freikorps

Η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση του Έμπερτ θορυβήθηκε από την αυξανόμενη
επιρροή των κομμουνιστών, αποφασίζοντας να τελειώνει οριστικά μαζί τους. Αρχικά
αντικατέστησε τον Έμιλ Άϊχορν από τη θέση του διευθυντή της αστυνομίας του
Βερολίνου, παλιό στέλεχος του USPD, που απολάμβανε τη γενική αποδοχή των
εξεγερμένων. Περισσότεροι από 100.000 διαδήλωσαν την αντίθεσή τους στην
αντικατάσταση του Άϊχορν στις 6 Γενάρη του 1919, χωρίς όμως να επιχειρηθεί η
κατάληψη κάποιου κυβερνητικού κτιρίου. Η Ρόζα έγραψε για εκείνη τη διαδήλωση
στην εφημερίδα ‘Η κόκκινη σημαία – Die rote fahne’: «Όσοι παρακολούθησαν τη
χτεσινή διαδήλωση, είδαν την ανεπανάληπτη επαναστατική διάθεση των μαζών κι
έβγαλαν τα συμπεράσματά τους για το πόσο έχει αναπτυχθεί η συνείδηση των μαζών
(…) Όμως οι ηγέτες τους, είναι καλά πληροφορημένοι; Συμβαδίζει η δική τους διάθεση
με τη διάθεση των μαζών;»
Η αγωνία της για τις αδυναμίες που εμφάνιζε, όπως πίστευε, η ηγεσία του κόμματος,
οφειλόταν στον κίνδυνο που διέβλεπε. Ήδη στις 5 Γενάρη, ο σοσιαλδημοκράτης
πρωθυπουργός Φρίντριχ Έμπερτ, είχε καλέσει τα freikorps, τα γερμανικά τάγματα
εφόδου, που αποτελούνταν από τις εφεδρείες ασφαλείας, υψηλόβαθμα στελέχη του
γερμανικού στρατού που είχαν προφυλαχθεί από το μέτωπο κατά τον Α’ Παγκόσμιο
Πόλεμο, πλαισιωμένα από ακροδεξιά και εγκληματικά στοιχεία του κοινού ποινικού
κώδικα.
Όταν τα freikorps μπήκαν στο Βερολίνο, οπλισμένοι σαν αστακοί, άνοιξαν πυρ κατά
του πλήθους, δολοφονώντας τους διαδηλωτές κατά εκατοντάδες. Κατευθυνόμενοι
στα κεντρικά γραφεία της Αστυνομικής Διεύθυνσης του Βερολίνου, αποδεκάτισαν
τους υπερασπιστές του Άϊχορν.
Η Ρόζα και ο Λίμπνεχτ αρνήθηκαν να φύγουν από την πόλη για να γλιτώσουν,
συνελήφθησαν στις 16 Γενάρη και δολοφονήθηκαν σχεδόν ταυτόχρονα, μετά από
βασανιστήρια. Η κόκκινη Ρόζα, η ηγέτιδα της γερμανικής επανάστασης, χτυπήθηκε
βάναυσα στο κεφάλι, πυροβολήθηκε εξ’ επαφής και στη συνέχεια το άψυχο σώμα της
πετάχτηκε στο κανάλι του Τιργκάρτεν.

επίλογος

Η Ρόζα Λούξεμπουργκ θα αποτελεί για πάντα το σύμβολο της αυτοθυσίας, της
συνέπειας θεωρητικής κατάρτισης και δράσης. Καταλάβαινε και η ίδια την αντίφαση
στην οποία οδηγούταν: ενώ θεωρούσε την επανάσταση μια αυθόρμητη υπόθεση,
συνειδητοποίησε στην πράξη και με τραγικό τρόπο την ανάγκη της οργανωμένης και
πειθαρχημένης ηγεσίας. Πλήρωσε με την ίδια τη ζωή της τις αντιφάσεις της ιστορικής

περιόδου στην οποία έζησε αλλά και τα λάθη του ίδιου του κομμουνιστικού
κόμματος, που παρακίνησε τους Γερμανούς εργάτες στην επανάσταση, χωρίς τις
προϋποθέσεις που απαιτούνταν για την επιτυχία της.
Ας μην ξεχνάμε όμως ότι το διακύβευμα της επιτυχίας ή της αποτυχίας της
γερμανικής επανάστασης ήταν η επικράτησή της σε όλη την Ευρώπη, καθώς είναι
σχεδόν βέβαιο ότι αν επικρατούσε, το παράδειγμα των δύο σοσιαλιστικών χωρών
(Σοβιετική Ρωσία, Σοβιετική Γερμανία) θα ακολουθούσαν οι εργάτες κι αλλού. Οι
ευρωπαϊκές αστικές τάξεις, έχοντας νωπές τις μνήμες από τα γεγονότα του 1917 στη
Ρωσία, ήταν αποφασισμένες να μην επιτρέψουν αντίστοιχες εξελίξεις στη Γερμανία.
Στο αγιολόγιο του μαρξισμού, η Ρόζα Λούξεμπουργκ θα είναι πάντα στην πρώτη
γραμμή της μνήμης, ως προστάτιδα των καταπιεσμένων και της ελευθερίας.

Πηγές

– Πάουλ Φρέλιχ, Ρόζα Λούξεμπουργκ, εκδ. Ύψιλον, 1981
– Ρόζα Λούξεμπουργκ, Και τώρα καταδικάστε με, εκδ. Κοροντζή, 1977
– Βόλφγκανγκ Ρούγκε, Η επανάσταση του Νοέμβρη του 1918 στη Γερμανία, εκδ.
Σύγχρονη Εποχή, 1991
https://rosaluxemburgblog.wordpress.com
https://spartacus-educational.com/RUSluxemburg.htm