Διαβάζεται σε 5′
Ο Μάρτυρας της Πρωτομαγιάς στο Σικάγο, Άλμπερτ Πάρσονς
«Σπάστε τη φτώχεια και τον τρόμο της σκλαβιάς. Λευτεριά είν’ το ψωμί, και ψωμί είν’ η λευτεριά.»
οι επιρροές του από τη “θεία” Έστερ και ο έρωτας με τη Λούσι, οι Ιππότες της Εργασίας και η πρώτη σύλληψη το 1877, τα γεγονότα της πλατείας Χεϊμάρκετ και η θρυλική απολογία του

Την άνθηση της οικονομίας έως το 1873 ακολούθησε τρομερή ύφεση 6 χρόνων, έως το 1879. Η ιστορία θέλει τον Τζέι Κουκ, ιδιοκτήτη της ομώνυμης τράπεζας, να μαθαίνει κατά τη διάρκεια του πρωινού που έπαιρνε με τον πρόεδρο Γκραντ πως η τράπεζά του χρεοκόπησε. Ήταν η αρχή της τρομερής οικονομικής κατάρρευσης. Πηγή Wikipedia
Στo δεύτερο μισό του 19ου αιώνα στις Ηνωμένες Πολιτείες, το χάσμα μεταξύ της χλιδής των μεγάλων αμερικανών μεγιστάνων, σαν τον Τομ Σκοτ, πρόεδρο της Pensylavania Railroad, τον Τζον Ροκφέλερ (ιδρυτή της ομώνυμης τράπεζας) και τον Άντριου Κάρνεγκι, γνωστό και ως αυτοκράτορα του χάλυβα, και της φτώχειας των εργατών και των ανέργων, είχε αυξηθεί δραματικά.
Οι διαδηλώσεις, οι απεργίες και οι συγκρούσεις με την αστυνομία, ήταν καθημερινό φαινόμενο.
Ο Άλμπερτ Πάρσονς, γιος του αιδεσιμότατου Τζόναθαν Πάρσονς και της Ελίζαμπεθ Τόμπκινς, γεννήθηκε στις 20 Ιούνη του 1848 στο Μοντγκόμερι της Αλαμπάμα. Μεγάλωσε με τη “θεία” Έστερ, μια μαύρη σκλάβα που ανέλαβε την ευθύνη του όταν ο μικρός Άλμπερτ έμεινε ορφανός.
Η Έστερ έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του. Αν και υπηρέτησε στο στρατό της Συνομοσπονδίας (των Νοτίων) στον εμφύλιο, όταν γύρισε από τον πόλεμο είχε την αίσθηση ότι είχε πολεμήσει σε λάθος πλευρά.

Ο Άλμπερτ Πάρσονς και η μεξικανοϊνδιάνα Λούσι Ελντίν Γκονζάλες, ερωτεύτηκαν παράφορα, μετακομίζοντας ταυτόχρονα στο Σικάγο, λίγο πριν την οικονομική κρίση του 1873. Πηγή Pinterest
Ξεκίνησε την έκδοση της Spectator στην μικρή πόλη Γουάκο, μιας εφημερίδας που θα αγωνιζόταν για τα δικαιώματα των απελευθερωμένων σκλάβων. Τα μόνα που αποκόμισε ήταν χρέη και η περιφρόνηση των ντόπιων λευκών.
η Λούσι, οι Ιππότες της Εργασίας και η πρώτη σύλληψη το 1877
Ερωτεύτηκε παράφορα και παντρεύτηκε την μεξικανοϊνδιάνα Λούσι Ελντίν Γκονζάλες, μετακομίζοντας ταυτόχρονα στο Σικάγο, λίγο πριν την οικονομική κρίση του 1873. Οργανώθηκε στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα και στους Ιππότες της Εργασίας το 1879.
Οι ‘Ιππότες της Εργασίας’ (Knights of Labor) ήταν μια εργατική ένωση που είχε ιδρυθεί το 1869 και εξαπλώθηκε αστραπιαία, αφού το 1880 αριθμούσε περίπου 28.000 μέλη ενώ το 1886 είχε φτάσει στις 700.000.

Οι ‘Ιππότες της Εργασίας’ (Knights of Labor) ιδρύθηκαν το 1869 και εξαπλώθηκαν με γοργούς ρυθμούς σε όλες τις Η.Π.Α. Αδιαφιλονίκητος ηγέτης τους, ο Τέρενς Πάουντερλι, ένας μάλλον συντηρητικός άνθρωπος που δεν άντεχε τις απεργίες αλλά παρέμενε στο πόστο του, παρόλο που συχνά αποκήρυσσε τις κινητοποιήσεις που καθοδηγούνταν από τους Ιππότες. Πηγή jacobin.com
Στη μεγάλη απεργία των σιδηροδρομικών του 1877 συνελήφθη και υπό την απειλή περιστρόφου, οδηγήθηκε στο Δημαρχείο και ανακρίθηκε από τον αρχηγό της αστυνομίας του Σικάγο, Χίκεϊ και μια ομάδα επιχειρηματιών, οι οποίοι κάθε λίγο διέκοπταν την ανάκριση για να καλέσουν τον Χίκεϊ να κρεμάσει τον “τρομοκράτη”.
Τρεις ώρες μετά ο αστυνόμος τον έδιωξε από το δημαρχείο, δίνοντάς του τη φιλική συμβουλή να φύγει από την πόλη.
Το 1884 ξεκίνησε να εκδίδει το περιοδικό ‘Alarm’ και το 1886, τη χρονιά των γεγονότων της εργατικής Πρωτομαγιάς, ήταν ήδη 38 ετών και έμπειρος συνδικαλιστής, ενώ από το 1883 είχε γνωριστεί με τον γερμανικής καταγωγής, Όγκαστ Σπάϊς.
Ο Σπάϊς ήταν αρχισυντάκτης του γερμανόφωνου αναρχικού περιοδικού ‘Arbeiter Zeitung’ και μαζί με τον Πάρσονς ίδρυσαν την ‘Ένωση για το Οχτάωρο’ του Σικάγου.
ο αγώνας για το οχτάωρο και η οργάνωση της Πρωτομαγιάς στο Σικάγο
Η πάλη για το οχτάωρο είχε προκύψει μετά από πρόταση της Αδελφότητας των Ξυλουργών και Επιπλοποιών που υιοθετήθηκε από την Ομοσπονδία των Εργατικών Συνδικάτων των ΗΠΑ και του Καναδά (FOTLU), τον πρόδρομο της Αμερικανικής Ομοσπονδιας Εργασίας (AFL), που ιδρύθηκε λίγους μήνες μετά τα γεγονότα της Πρωτομαγιάς.

Ο εκ των πρωτεργατών της Εργατικής Πρωτομαγιάς, Όγκαστ Σπάις, ίδρυσε μαζί με τον Πάρσονς της Ένωση για το Οχτάωρο του Σικάγο. Πηγή Wikipedia
Η ιδέα της εφαρμογής του 8ωρου έμοιαζε για πολλούς ουτοπική. Ας μην ξεχνάμε πως ο μέσος όρος ωρών εργασίας ήταν 14-16 ώρες, χωρίς ρεπό και αργίες.
Ενώσεις για το Οχτάωρο δημιουργήθηκαν σε όλες τις μεγάλες αμερικανικές πόλεις και αποφασίστηκε η Πρωτομαγιά του 1886 να είναι η μέρα απεργίας για το οχτάωρο σε όλη τη χώρα. Ιδιαίτερα στο Σικάγο, η απεργία αναμενόταν να έχει πολύ μαζική απήχηση.
Η Daily Mail του Σικάγου στο κύριο άρθρο της έγραφε: «Στην πόλη μας υπάρχουν δύο επικίνδυνοι κακοποιοί, ο ένας λέγεται Πάρσονς και ο άλλος λέγεται Σπάϊς (…) Θυμηθείτε τα ονόματά τους σήμερα. Παρακολουθήστε τους. Θεωρήστε τους προσωπικά υπεύθυνους για όποια φασαρία δημιουργηθεί. Τιμωρήστε τους προσωπικά αν σημειωθούν ταραχές!».
Το Σάββατο της Πρωτομαγιάς του 1886 ξεκίνησε με ένα ηλιόλουστο πρωινό, παρά το τσουχτερό κρύο. Το ανθρώπινο ποτάμι περισσότερων από 80.000 διαδηλωτών διαλύθηκε ειρηνικά μετά το τέλος των ομιλιών των Πάρσονς, Σπάϊς και των υπολοίπων, διαψεύδοντας πανηγυρικά τους προφήτες της αιματοχυσίας.
Την επόμενη μέρα ο Άλμπερτ Πάρσονς ταξίδεψε στο Σινσινάτι για να μιλήσει σε συγκέντρωση εργαζομένων. Στο Σικάγο όμως, στο κλειστό λόγω απεργίας εργοστάσιο θεριστικών μηχανών Μακ Κόρμικ, θα παιζόταν η επόμενη πράξη του αγώνα για το 8ωρο.
Την Τρίτη, 3 Μάη, η αστυνομία είχε φροντίσει να βάλει μέσα κρυφά 300 απεργοσπάστες. Οι απεργοί τους περίμεναν εξαγριωμένοι στη λήξη της βάρδιας.
Όμως τα όπλα των αντρών της αστυνομίας που είχε πάρει κι αυτή θέση έξω από το εργοστάσιο, στράφηκαν εναντίον τους και άρχισαν να ρίχνουν στο ψαχνό. Ο αιματηρός απολογισμός ήταν έξι νεκροί, ανάμεσά τους και δύο μικρά παιδιά.
Οργανώθηκε άμεσα συγκέντρωση διαμαρτυρίας για το επόμενο βράδι, της 4ης Μάη στην πλατεία Χεϊμάρκετ.
τα γεγονότα της πλατείας Χεϊμάρκετ
Την μοιραία εκείνη Τρίτη στις 9μμ, ο Πάρσονς ανέβηκε στο βαγόνι για να μιλήσει στο πλήθος: «Δε βρίσκομαι εδώ για να ξεσηκώσω κανέναν, αλλά για να πω τα πράγματα με τ’ όνομά τους.» Ο λόγος του τελείωσε γύρω στις 10μμ. Ξαφνικά ακούστηκαν φωνές «Προσοχή! Η αστυνομία!»

Πηγή Meisterdrucke
Το σκοτάδι έκοψε στα δύο μια κόκκινη λάμψη και μια τεράστια έκρηξη που ακολούθησε. Κάποιος είχε ρίξει μια βόμβα προς τη μεριά των αστυνομικών. Ακολούθησε πανικός.
Η αστυνομία πυροβολούσε πλέον προς όλες τις κατευθύνσεις, το πλήθος έτρεχε να σωθεί ενώ δεκάδες πεσμένοι ποδοπατούνταν. Μανιασμένοι οι αστυνομικοί κλοτσούσαν, χτυπούσαν και σκότωναν τα πάντα στο διάβα τους.
Ο επίσημος τελικός απολογισμός των νεκρών που δόθηκε από τις αρχές, ήταν 8 αστυνομικοί και 4 διαδηλωτές, όμως ο πραγματικός αριθμός των νεκρών εργατών, αν συνυπολογιστούν οι βαριά τραυματίες που κατέληξαν τις επόμενες μέρες, ξεπερνά τους 30.
Τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων της επόμενης μέρας έριχναν λάδι στη φωτιά.
Η Chicago Tribune έγραφε χαρακτηριστικά: «Το αίσθημα δικαιοσύνης του λαού απαιτεί να συλληφθεί ο εγκληματίας Άλμπερτ Πάρσονς, που ντρόπιασε τη χώρα με τη γέννησή του σε αυτή, να δικαστεί και να απαγχονιστεί σε κοινή θέα.»
Τις επόμενες μέρες μετά τα τραγικά γεγονότα της πλατείας Χεϊμάρκετ, όλοι σχεδόν οι συνδικαλιστές ηγέτες των εργαζομένων στο Σικάγο (Σπάϊς, Φίλντεν, Σβαμπ, Τζορτζ Ένγκελ, Άντολφ Φίσερ, Λούις Λινγκ και Όσκαρ Νιμπ) συνελήφθησαν.
η δίκη – παρωδία και η θρυλική απολογία
Ο Πάρσονς κατόρθωσε να διαφύγει μες τη σύγχυση. Παραταύτα στις 21 Ιούνη, την πρώτη μέρα της δίκης, εμφανίστηκε στο δικαστήριο λέγοντας: «Ήρθα για να δικαστώ κύριε πρόεδρε, μαζί με τους αθώους συντρόφους μου».
Όταν ήρθε η σειρά της απολογίας του, ξεκίνησε απαγγέλοντας τους στίχους: «Σπάστε τη φτώχεια και τον τρόμο της σκλαβιάς. Λευτεριά είν’ το ψωμί, και ψωμί είν’ η λευτεριά.»
Ο πύρινος λόγος του αναπαράχθηκε από το σύνολο των μεγάλων εφημερίδων, προκαλώντας έντονα συναισθήματα στην κοινή γνώμη.

Η παράδοση του Άλμπερτ Πάρσονς. Πίνακας του Μουσείου Ιστορίας του Γουισκόνσιν. Πηγή wisconsinhistory.org
Οι “κίτρινες” στήλες είχαν για εβδομάδες ως πρώτο θέμα τον έρωτα της όμορφης νεαρής βαθύπλουτης κληρονόμου Νίνα Βαν Ζαντ για αυτόν και την προσφορά της να τον παντρευτεί για να τον γλιτώσει από την αγχόνη.
Στις 9 Οκτώβρη του 1886, βγήκε η απόφαση. Παρότι όλες οι ενδείξεις “έδειχναν” πως η βόμβα που πετάχτηκε προς την αστυνομία οφειλόταν σε προβοκάτσια, όλοι οι κατηγορούμενοι καταδικάστηκαν σε θάνατο, πλην του Σβαμπ, που θα φυλακιζόταν για 15 χρόνια.
Το πρωί της 11ης Νοέμβρη του 1889, οι Σπάϊς, Φίσερ, Ένγκελ και Πάρσονς οδηγήθηκαν στην αγχόνη.
Τα επόμενα χρόνια η Λούσι συνέχισε τον αγώνα για εργατικά δικαιώματα και στις συγκεντρώσεις που πρωτοστατούσε, ανέφερε τις τελευταίες λέξεις του Άλμπερτ Πάρσονς πριν την αγχόνη: «Μακάρι να μπορούσα να μιλήσω στους ανθρώπους μία τελευταία φορά!».

Μέσα από τη φυλακή, Άλμπερτ Πάρσονς επιχείρησε να μιλήσει στον αμερικανικό λαό, δημοσιεύοντας την περίφημη Έκκληση προς τους Αμερικανούς’, στις 21 Σεπτέμβρη του 1887. Πηγή Library of Congress